Перевод: с русского на греческий

с греческого на русский

даст

  • 1 даст(ся)

    даст(ся)
    буд. вр. от дать(ся).

    Русско-новогреческий словарь > даст(ся)

  • 2 дать

    дать
    сов см. давать1 дайте мне, пожалуйста... δόστε μου σᾶς παρακαλώ...· дайте мне сказать ἀφήστε μέ νά μιλήσω· он не даст себя в обиду δέν θά ἀφήσει νά τόν ἀδικήσουν.

    Русско-новогреческий словарь > дать

  • 3 бородастый

    επ., βρ: -даст, -а, -о
    (απλ.) μακρυγένης.

    Большой русско-греческий словарь > бородастый

  • 4 воздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. воздал, -ла, -ло, προστκ. воздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. возданный, -дан, -а, -о, ρ.σ.μ.
    (παλ. κ. υψ. ύφος) αμείβω, ανταμείβω• αποδίδω•

    воздать должное по заслугам ανταμείβω για τις υπηρεσίες•

    справедливость! αποδίδω τη δίκαιο•

    воздать должное ανταμείβω•

    воздать воинские почести αποδίδω στρατιωτικές τιμές.

    || μτφ. πληρώνω, κάνω, αποδίδω•

    воздать добром за зло κάνω καλό αντί για κακό•

    αμείβομαι πληρώνομαι•

    воздать по заслугам αμείβομαι για τις υπηρεσίες.

    Большой русско-греческий словарь > воздать

  • 5 воссоздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ., χρ. -дал, -ла, -ло, προστκ. -дай, παθ. μτχ. παριλθ. χρ. воссозданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    αναδημιουργώ, αναπλάθω• ανασχηματίζω. || επαναφέρω, ξαναζωντανεύω (στη μνήμη, φαντασία). || αναπαράγω, αναπαρασταίνω.
    αναδημιουργούμαι, αναπλάθομαι κλπ. ρ. ενργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > воссоздать

  • 6 выдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, προστκ. выдай, ρ.σ.μ.
    1. δίνω•

    выдать деньги δίνω χρήματα•

    выдать аванс, удостоверение δίνω προκαταβολή, πιστοποιητικό.

    || παραδίνω•

    выдать преступника παραδίνω τον εγκληματία.

    || παντρεύω•

    ее -ли за богатого человека την πάντρεψαν με (σε) πλούσιο,

    2. αποκαλύπτω, φανερώνω• προδίνω.
    3. καμώνομαι, προσποιούμαι•

    выдать себя за ученого κάνω τον επιστήμονα.

    4. εξάγω, βγάζω•

    выдать нефт сверх плана δίνω πετρέλαιο πάνω από το πλάνο.

    5. (παλ.) εκδίδω (βιβλίο, έργο).
    (με την αντων. себя) προδίνω τον εαυτό μου•

    выдать себя προδίνομαι μόνος μου.

    || παρουσιάζω•

    выдать черное за бе-лсю παρουσιάζω το μαύρο για άσπρο.

    εκφρ.
    не выдай – μη με φέρεις σε δύσκολη θέση.
    1. εξέχω, προεξέχω, προέχω, ξεπέχω.
    2. διακρίνομαι, ξεχωρίζω.
    3. εξευρίσκομαι, βρίσκομαι, συμβαίνω, συμπίπτω•

    -лось несколько часов свободного времени βρέθηκαν μερικές ώρες ελεύθερες•

    как только -лся случай μόλις δόθηκε η ευκαιρία.

    εκφρ.
    выдать в кого – μοιάζω του•
    характер -лся в деда – ο χαρακτήρας έμοιασε τού παππού.

    Большой русско-греческий словарь > выдать

  • 7 грудастый

    επ., βρ: -даст, -а, -о
    ευρύστερνος, πλατύστερνος. || στηθωτός, στηθάτος•

    -ая баба στηθάτη γυναίκα.

    Большой русско-греческий словарь > грудастый

  • 8 дать

    дам, дашь, даст, дадим, дадите, дадут; παρλθ. χρ. дал, дала, дало, дали (με το αρνητικό: не дал, не дала, не дало, не дали); προστκ. дай; παθ. μτχ. παρλθ. χρ. данный, βρ: дан, дана, дано
    ρ.σ.μ.
    1. δίνω• εγχειρίζω•

    дать деньги δίνω χρήματα•

    дать книгу δίνω βιβλίο.

    || παρέχω, χορηγώ, προσφέρω•

    помещение δίνω χώρο.

    || παραχωρώ•

    дать место δίνω τη θέση.

    || πληρώνω•

    сколько ты дал за галстук? πόσο έδοσες για τη γραβάτα;

    2. απονέμω•

    дать награду απονέμω βραβείο, βραβεύω.

    || μτφ. καθορίζω•

    дать задание на дом δίνω σπιτική δουλιά (στους μαθητές).

    || επιφέρω, καταφέρω•

    он дал ему пощечину του έδοσε ένα μπάτσο.

    || χτυπώ, δέρνω, πλήττω•

    дать по рукам χτυπώ στα χέρια.

    3. παραθέτω• παρουσιάζω κάνω εκδήλωση•

    дать обед δίνω γεύμα•

    дать концерт δίνω συναυλία•

    дать бал δίνω χορό.

    4. φέρω, αποφέρω, προσκομίζω•

    дать большой доход δίνω μεγάλο έσοδο.

    || φέρω, επιφέρω•

    дать успокоение φέρω καθησύχαση, καθησυχάζω.

    5. εμφανίζω, παρουσιάζω•

    дать трещину ραγίζομαι, παρουσιάζω ρωγμή•

    -течь κάνω νερά, αφήνω να τρέχει•

    дать осечку παθαίνω αφλογιστία•

    дать осадок αφήνω κατακάθια.

    6. με πολλά ουσ. σχηματίζει• συνδυασμούς•

    дать распоряжение δίνω εντολή (εντέλλομαι)•

    дать согласие συμφωνώ, συγκατατίθεμαι, δίνω συγκατάθεση•

    дать позволение επιτρέπω•

    дать ответ δίνω απάντηση (απαντώ)•

    дать разрешение δίνω άδεια (επιτρέπω)•

    дать обещание δίνω υπόσχεση (υπόσχομαι)•

    дать отсрочку δίνω αναβολή, παράταση (αναβάλλω, παρατείνω)•

    дать указания υποδείχνω, δίνω οδηγίες.

    || μεταδίνω, κάνω•

    сигнал δίνω σήμα, κάνω σινιάλο•

    дать знак κάνω νεύμα.

    || χτυπώ, κρούω•

    дать звонок χτυπώ το κουδούνι.

    7. παρέχω τη δυνατότητα, αφήνω, επιτρέπω•

    дайте мне отдыхать αφήστε με να ξεκουραστώ•

    он не дает- мне спать αυτός δε με αφήνει να κοιμηθώ.

    8. προστκ. дай ως προτρεπτικό μόριο: εμπρός, μπρος, άι, δόσ(ε), δόσ’ του.
    εκφρ.
    дать веру – πιστεύω, δίνω πίστη•
    дать вожжи ή поводокκ.τ.τ. χαλαρώνω τα χαλινά•дать знать κάνω γνωστό, γνωστοποιώ•
    дать начало – κάνω την αρχή, πρωταρχίζω•
    дать себя знать – υποχρεώνω τον εαυτό μου να καταλάβει, να αι-αθανθεί•
    дать свет – ανάβω το φως•
    дать себе труд – κουράζω, βασανίζω•
    не дал себе труда подумать – δε βασάνισε καθόλου το μυαλό του•
    слово – α) δίνω το λόγο (να μιλήσει.), β) υπόσχομαι•
    ни дать ни взять – ούτε πολύ ούτε λίγο, ακριβώς το ίδιο•
    я тебе (те) дам – θα σου τις δώσω, θα σε δείρω, θα τις φας (απειλή)•
    дай Бог – (ευχή) να δόσει ο Θεός•
    не дай Бог – (απευχή) να μη δόσει ο Θεός.
    1. πιάνομαι•

    не дать в обман δε θα πέσω στην παγίδα, δε θα πιαστώ κορόιδο.

    || υποκύπτω, υποχωρώ.
    2. πετυχαίνω, ευδοκιμώ είμαι ευμαθής•

    математика ему не далась τα μαθηματικά αυτός δεν τα έπαιρνε•

    история ему далась лучше грамматики αυτός την ιστορία την έπαιρνε καλύτερα από τη γραμματική.

    || δίνομαι, αποκτιέμαι•

    ничто даром не дается τίποτε δε δίνεται δωρεάν (τζάμπα).

    Большой русско-греческий словарь > дать

  • 9 допродать

    -дам, -дашь, -даст, -продадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. -продал, а, -о; μτ χ. παρλθ. χρ. ■ допродавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. допроданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πουλώ ως το τέλος, ξεπουλώ• πουλώ συμπληρωματικά.

    Большой русско-греческий словарь > допродать

  • 10 запродать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. запродал, -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. запродавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. запроданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    πουλώ παζαρεύοντας ή με καπάρο.
    παίρνω προκαταβολή, καπάρο.

    Большой русско-греческий словарь > запродать

  • 11 издать

    -дам, -дашь, -даст, πλθ. -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. издал, -ла, -ло, προστκ. издай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. йз-данный, βρ: -дан, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. εκδίδω, βγάζωиздать газету εκδίδω εφημερίδα•

    вновь издать επανεκδίδω.

    || δημοσιεύω•

    издать закон βγάζω νόμο•

    издать указ εκδίδω διάταγμα.

    2. αναδίδω, εκπέμπω βγάζω δτοτ•

    цветок -дат приятный запах αυτό το λ. ουλούδι βγάζει ευχάριστη μυρουδιά.

    1. εκδίδομαι• δημοσιεύομαι.
    2. αναδίδομαι.

    Большой русско-греческий словарь > издать

  • 12 как

    επίρ., μόριο κ. σύνδ.
    I.
    επίρ.
    1. ερωτηματικό• πως, με ποιόν τρόπο•

    как вы нашли нас в овраге? πως μας βρήκατε στη χαράδρα;-это случилось? πως συνέβηκε αυτό;•

    как он работает? πως δουλεύει αυτός; || αδύνατο•

    как он не даст? πως αυτός δε θα δόσει;είναι αδύνατο αυτός να μη δόσει.

    2. (σημαίνει ποιότητα ενέργειας ή κατάστασης) πως•

    как поживаете? πως περνάτε; (ζήτε;)• как ваше здоровье? πως έχει η υγεία σας; πως είστε; || ποιος, ποια, ποιο•

    как ваше имя? ποιο είναι το όνομα σας; πως σας λένε.

    3. πόσο, τι, πάρα πολύ•

    как давно мы не встретились πόσο καιρό έχομε να συναντηθούμε•

    как он глуп! τι ανόητος!•

    ах! как я несчастлив! αχ! πόσο (τι) δυστυχής είμαι!•

    как я рад! πόσο χαίρομαι! τι χαρά που έχω! || πάρα πολύ•

    он страх как любопытен είναι εξαιρετικά (φοβερά) περίεργος•

    отец его ужас - ругался ο πατέρας του τον μάλωσε γερά.

    4. όταν, πότε.
    5. κάπως, κατά κάποιον τρόπο• οπωσδήποτε.
    II.
    μόριο
    1. (σημαίνει θαυμασμό, αγανάκτηση κ.τ.τ.) πως!
    2. (ερωτηματικό) τι; πως; τι είπες; -? спросил отец πώς; ρώτηοε ο πατέρας.
    III.
    (σύνδεσμος υποτακτικός).
    1. τροπικός• όπως. || τέτοιος, όποιος, ο ίδιος. || όσο. || παλ. επειδή.
    2. σύνδεσμος συγκριτικός• όπως, σαν, καθώς• ακριβώς•

    сидеть как на иголках κάθομαι σαν στα βελόνια ή στ αγκάθια•

    белый как снег άσπρος σαν το χιόνι•

    как прежде όπως πριν.

    || - будто, - бы, - будто бы, σαν να, σάμπως, φαίνεται σαν. || έτσι, έτσι ακριβώς.
    3. (σύνδεσμος χρονικός) όταν, μόλις, που. || тогда как ενώ•

    в то время как στο μεταξύ•

    как только ευθύς μόλις;•

    перед тем как λίγο πριν να•

    задолго до того -... πολύ πριν να... как вдруг όλως ξαφνικά;•

    всякий раз как, каждый раз как κάθε φορά που•

    с тех поркак αφότου, από τότε που

    4. (σύνδεσμος αιτιολογικός) επειδή, αφού, λόγω του ότι, καθόσον, καθότι, γιατί.
    5. (σύνδεσμος υποθετικός)• αν, εάν•

    а что, как женюсь на ней? και τι, αν εγώ παντρευτώ αυτήν; || εισαγωγικό δημοτικών τραγουδιών να, και, πως.

    || (με αρνητικό μόριο не) αν όχι, εκτός•

    с кого же тянуть (деньги) - не с вас? από ποιόν άλλον θα πάρω χρήματα, αν όχι από σας; || μόνο, παρά.

    || πως ότι•

    они не заметили как он вошёл αυτοί δεν αντιλήφτηκαν ότι αυτός μπήκε μέσα.

    εκφρ.
    как бы не – πως να μην•
    как бы ни... – όσο και να... как бы то ни было εν πάση περιπτί1-σει, όπως και να είναι, ό,τι και να συμβεί•
    как же – βέβαια, αναμφίβολα, ασφαλώς•
    как естьαπλ. εντελώς, το ίδιο όπως... как когда ή когда как εξαρτάται•
    смотря как – εξαρτάται πως..., κστά τις περιστάσεις, όπως έρθουν τα πράγματα•
    как кому ή кому как – κατά τον άνθρωπο•
    смотря кому – εξαρτάται κατά τον άνθρωπο•
    как можно – όσο το δυνατό•
    как бы не так! – πως όχι!•
    как нельзя – όσο δεν παίρνει•
    как нельзя лучше – όσο δεν παίρνει καλύτερα•
    как можно больше – όσο το δυνατό περισσότερο•
    как ни – αν και• --никак τέλος πάντων, τελικά, επιτέλους•
    как раз – α) ακριβώς, στο μπόντο, ίσια-ίσια. β) παλ. μεμιάς, μονομιάς, στη στιγμή, αμέσως•
    как скороπαλ. α) μόλις, ευθύς ως, παρ ευθύς, αμέσως, β) και μόνο αν, φτάνει μονάχα• -| так? πως έτσι;•
    как мне быть? – τι να κάνω; -..., так и... τόσο..., όσο... как жаль! (жалко!), τι κρίμα!•
    как например – όπως παραδείγματος, χάρη, όπως λόγου χάρη•
    как известно – όπως είναι γνωστό•
    как же так? – πως λοιπόν;•
    как знать? – πως να μάθω; ποιος ξέρει;•
    едва..., едва только..., только что... как – μόλις... και να, αυτή τη στι,γμή•
    так - – επειδή, γιατί• --нибудь με ένα οποιονδήποτε τρόπο, οπωσδήποτε•
    как попало – όπως τύχει, όπως λάχει, όπως-όπως.

    Большой русско-греческий словарь > как

  • 13 мордастый

    επ., βρ: -даст, -а, -о
    που έχει φαρδιά μούρη. || πλατυπρόσωπος.

    Большой русско-греческий словарь > мордастый

  • 14 наддать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. наддал
    -ла, -ло, προστκ. наддай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. над-данный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ. (απλ.).
    1. επιπροσθέτω, επαυξαίνω, δίνω παραπάνω.
    2. επιταχύνω (βάδισμα, τρέξιμο, πτήση κ.τ.τ.).

    Большой русско-греческий словарь > наддать

  • 15 отдать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, дадут, παρλθ. - χρ. отдал
    -ла, -ло η προστκ. отдай, μτχ. παρλθ. χρ. отдавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. отданный, -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. αποδίδω, επαναδίδω, δίνω πίσω, επιστρέφω, ξαναδίνω, γυρίζω πίσω•

    отдать книги в библиотеку επιστρέφω τα βιβλία στη βιβλιοθήκη•

    отдать долг δίνω το χρέος.

    2. παραδίνω, εγχειρίζω. || παραχωρώ. || μτφ. ξοδεύω, δαπανώ καταναλώνω: αφιερώνω•

    отдать делу все свой силы δίνω για την υπόθεση όλες τις δυνάμεις μου.

    || θυσιάζω, δίνω για χάρη. || παραδίνω•

    отдать город неприятелю παραδίνω την πόλη στον εχθρό.

    || όίνω, παραδίνω•

    отдать туфли на ремонт δίνω τα παπούτσια για επιδιόρθωση•

    отдать платье на чистку όίνω το φόρεμα για καθάρισμα.

    || βάζω, στέλλω, παραδίνω•

    отдать ребнка на воспитание παραδίνω το παιδάκι για διαπαιδαγώγηση•

    сына в школу βάζω (στέλλω) το γιο στο σχολείο.

    || παντρεύω•

    в двадцать лет е -ли замуж στα είκοσι χρόνια την πάντρεψαν.

    || παραπέμπω•

    отдать в суд παραδίνω στο δικαστήριο.

    3. πουλώ•

    я -ал вещь за пятьдесять рублей πούλησα το πράγμα για πενήντα ρούβλια.

    || πληρώνω•

    за костюм он -ал сто рублей για το κοστούμι αυτός πλήρωσε εκατό ρούβλια.

    4. (με μερικά ρ. ενεργ. φ. αποδίδεται με ρ. παίρνοντας τη σημ. του ουσ.): отдать приказ (приказание) διατάζω•

    отдать под заклад ενεχυριάζω (βάζω ως ενέχυρο)•

    отдать внам ενοικιάζω•

    отдать визит επισκέπτομαι•

    отдать якорь αγκυροβολώ•

    отдать поклон υποκλίνομαι.

    5. τινάζω, κλωτσώ (αποτην εκπυρσοκρότηση)•

    ружьё -ло в плечо το όπλο με τίναξε στον ώμο.

    || προκαλώ πόνο•

    -ло в спину μου προκάλεσε πόνο στη ράχη.

    6. αμολάρω, ξελασκάρω, χαλαρώνω, ξεσφίγγω•

    отдать повод αμολάρω τα χαληνά (χαλαρώνω τα ηνία).

    || στρέφω, γυρίζω (στο πλευρό).
    7. αμ. αναμερίζω, κάνω•

    -ай назад κάνε πίσω.

    εκφρ.
    отдать руку дочери – δίνω το χέρι της κόρης (την παντρεύω).
    1. παραδίδομαι•

    он -лся в их распоряжение αυτός παραδόθηκε στη διάθεσήτους•

    неприятель -лся победителю ο εχθρός παραδόθηκε στο νικητή.

    2. αφοσιώνομαι, επιδίδομαι, προσηλώνομαι, εγκύπτω, απορροφούμαι.
    3. (για γυναίκα)• παραδίδομαι, υποκύπτω•

    она -лась ему αυτή παραδόθηκε σ αυτόν.

    4. (για ήχο) αντηχώ, αντιλαλώ. || βρίσκω απήχηση, προξενώ αίσθημα συμπάθειας, λύπης κ.τ.τ.

    Большой русско-греческий словарь > отдать

  • 16 передать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. передал, -ла, -ло, προστκ. передай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. μεταδίνω•

    передать друг другу μεταδίνω ο ένας στον άλλον•

    передать с рук на руки μεταδίνω από χέρι, σε χέρι.

    || εγχειρίζω, δίνω στα χέρια•

    передать записку δίνω το σημείωμα στα χέρια-.

    μεταβιβάζω, μεταφέρω•

    передать свой права наследникам παλ. μεταβιβάζω τα δικαιώματα μου στους κληρονόμους.

    || στέλλω, ρίχνω, κατευθύνω•

    передать мяч на правую половину шля στέλλω την ποδόσφαιρα στο δεξιό μέρος του γηπέδου (πέρα από το κέντρο).

    2. ανακοινώνω•

    передать известие μεταδίνω την είδηση.

    || διαβιβάζω•

    -айте мой привет μεταδόστε τους χαιρετισμούς μου.

    || εκθέτω• διατυπώνω ερμηνεύω•

    правильно -ал мысль автора σωστά αυτός ερμήνευσε τη σκέψη του συγγραφέα.

    3. αναπαρασταίνω, απεικονίζω. || μεταδίνω. (με διάφορα μέσα)•

    передать по семафору μεταδίνω με το σηματοδότη•

    передать концерт по телевидению μεταδίνω συναυλία από την τηλεόραση.

    || διαδίνω•

    передать инфекцию μεταδίνω τη μόλυνση.

    4. παραδίνω•

    передать дело в суд παραδίνω την υπόθεση στο δικαστήριο.

    5. πληρώνω παραπάνω•

    передать три рубля при покупке δίνω τρία ρούβλια περισσότερα στο αγόρασμα.

    || παλ. βάζω, προσθέτωπαραπάνω.
    1. μεταδίνομαι, μεταβιβάζομαι•

    ненависть к врагу -лась от поколения к поколению το μίσος κατά του εχθρού μεταδόθηκε από γενεά σε γενεά;

    2. παραδίνομαι•

    неприятельский батальон -лся нам το εχθρικότάγμα παραδόθηκε σε μας.

    Большой русско-греческий словарь > передать

  • 17 переиздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. -дал, -ла, -ло ; προστκ. переиздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. переизданный, βρ: -дан, -а, κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    επανεκδίδω.

    Большой русско-греческий словарь > переиздать

  • 18 перепродать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. перепродал -ла, -ло, προστκ. перепродай, μτχ. παρλθ. χρ. перепродавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. перепроданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    μεταπωλώ.

    Большой русско-греческий словарь > перепродать

  • 19 пересоздать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. пересоздал
    -ла, -ло, προστκ. пересоздай, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пересозданный, βρ: -дан, -а, -о
    ρ.σ.μ. ξαναδημιουργώ, ξαναφτιάχνω ξανασυγκροτώ.

    Большой русско-греческий словарь > пересоздать

  • 20 предать

    -дам, -дашь, -даст, -дадим, -дадите, -дадут, παρλθ. χρ. предал
    -ла, -ло; προστκ. предай, μτχ. παρλθ. χρ. предавший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. преданный, βρ: -дан, -а, κ. -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. προδίνω• καταδίνω•

    он -ал своего друга αυτός πρόδοσε το φίλο του•

    они -ли интересы народа αυτοί πρόδοσαν τα συμφέροντα του λαού.

    2. παραδίνω•

    предать огню παραδίνω στη φωτιά•

    предать суду παραδίνω στο δικαστήριο•

    предать на жертву προσφέρω θυσία, θυσιάζω•

    предать казни στέλλω για εκτέλεση•

    предать проклятию καταριέμαι•

    предать смерти θανατώνω•

    дух παραδίνω το πνεύμα (πεθαίνω)•

    предать земле ενταφιάζω, θάβω•

    предать огню и мечу καταστρέφω με τη φωτιά και το σίδερο.

    1. παλ. παραδίνομαι•

    предать врагу παραδίνομαι στον εχθρό.

    2. αποδίνομαι, το ρίχνω σε•

    предать удовольствиям το ρίχνω στις απολαύσεις•

    предать музыке αφοσιώνομαι στη μουσική•

    предать мышлениям βυθίζομαι σε σκέψεις.

    Большой русско-греческий словарь > предать

См. также в других словарях:

  • даст — ДАСТ, дастся. см. дать, даться. Толковый словарь Ушакова. Д.Н. Ушаков. 1935 1940 …   Толковый словарь Ушакова

  • даст — [دست] 1. узви бадани инсон аз шона то нӯги ангуштон; каф ва панҷаи даст, яд 2. маҷ. ҷавр, бедод, тааддӣ: аз дасти замона 3. сӯй, тараф, ҷониб: дасти рост, дасти чап 4. дафъа, карат, бор; навбат (дар қиморбозӣ) 5. нум. маҷмӯи чизҳои якҷинса, ки… …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • дастӣ — [دستي] 1. мансуб ба даст; он чи бо қуввати дасти одам сурат мегирад ё ба вуҷуд омадааст; он чи (аз қабили асбоб, дастгоҳ ё корхона) бо сарфи меҳнати ҷисмонӣ кор мекунад (ғайри механикӣ ё автоматӣ): асбоби дастӣ, кори дастӣ; кишти дастӣ киште, ки… …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • дастёр — [دستيار] мададгор, ёридиҳанда; хизматгор; дастёри беминнат ёрирасони беминнат; дастёр шудан мададгор шудан, ёридиҳанда шудан; хизматгор шудан …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • дастёрӣ — [دستياري] ёрӣ, ёрдам, хизматгорӣ; бо (ба) дастёрии… а) ба ёрдами…, бо кумаки…, бо мадади…, б) ба воситаи…, ба василаи…. ; дастёрӣ кардан ёрӣ расондан, мадад кардан, ёрдам кардан; дастгирӣ кардан …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • дастёб — [دست ياب] зафарёфта, ғолиб, фирӯз; дастёб шудан (гардидан) а) ғолиб омадан, дастболо шудан; б) муваффақ шудан ба коре …   Фарҳанги тафсирии забони тоҷикӣ

  • Даст Бог день, даст Бог и пищу. — Даст Бог день, даст Бог и пищу. См. БОГ ВЕРА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Даст Бог дождь, даст и рожь. — Даст Бог дождь, даст и рожь. См. СУЩНОСТЬ НАРУЖНОСТЬ …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • Даст Бог здоровья, даст и счастья. — Даст Бог здоровья, даст и счастья. См. ТЕРПЕНИЕ НАДЕЖДА …   В.И. Даль. Пословицы русского народа

  • даст бог — может, надеюсь, кривая вывезет, авось, может быть Словарь русских синонимов. даст бог нареч, кол во синонимов: 5 • авось (19) • …   Словарь синонимов

  • даст десять очков вперед — прил., кол во синонимов: 9 • выгодно отличается (9) • даст сто очков вперед (9) • …   Словарь синонимов

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»