Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ϑῆρες

См. также в других словарях:

  • θῆρες — θήρ beast of prey masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • CALYDNA — I. CALYDNA insul. maris Myrtoi, quam quidam unam esse cum Calymna putant. Alii Calydnas duas, Leron et Calymnem, quae sunt circa Rhodum. Strabo Calydnam quandam prope Tenedum constituit, cuius mem init Q. Calaber, l. 10. Δὴ γὰρ ποῦ πέλεν ἄντρον… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • CYTHNOS — Insul. una ex Cycladibus, in mari Aegaeo, versus oram Atticae, inter Ciam et Seriphum Insul. Tota montuosa est, nunc sub Turcis, et raros habet incolas. Baudrand. Olim Ophiusa, ac Dryopis dicta. Ovid. l. 5. Met. Fab. 4. v. 252. Inde cavâ… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • MEMPHITAE — Corocodili Aegyptiis inter alia dicti, quasi Aegyptii; quia Aegypto metropolis erat Memphis. Unde apud Epiphanium de Vitis Prophetarum, in Ieremia; Τῶν ὑδάτων θῆρες, οὓς καλοῦσιν οἱ Ἀιγύπτιοι Νεφὼ1. Ε῞λληνες τοὺς κροκοδέλους, Aquarum feras, quas… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • NOMADES — I. NOMADES Africae populi inter Zeugitanam regionem et Mauritaniam siti, qui postea literis aliquot mutatis Numidae appellati sunt. Hos scribit Sallustius Bell. Iugurth. c. 18. ex Persis ortum eraxisse, qui Herculem in Hispaniam comitati sunt,… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • RHEA — I. RHEA Caeli et Terrae filia, Hesiod. in Theogon. v. 133. ubi de Terrae filiis: Οὐρανῷ εὐνηθεῖςα, τέκ᾿ Ω᾿κεανὸν βαθυδίνην, Κοῖόν τε Κρεῖον θ᾿ Υ῾περίονά τ᾿ Ι᾿απετόν τε, Θεῖαν´ τε Ρ῾εῖάν τε, Θέμιν τε Μνημοςύνηντε. At Orpheus in Hymnis Rheam primam …   Hofmann J. Lexicon universale

  • θήρ — θήρ, ὁ, ἡ (Α) 1. άγριο θηρίο, σαρκοβόρο («στολήν τε θηρὸς ἀμφέβαλλε σῷ κάρᾳ λέοντος», Ευρ.) 2. ζώο (α. «Ἐρυμάνθιος θήρ», Σοφ. β. «ἀντίσταθμον τοῡ θηρὸς (ἐλάφου) ἐκθύσειε τὴν αὐτοῡ κόρην», Σοφ.) 3. μυθικό τέρας («ἀμαίκακος θήρ» ο Κέρβερος, Σοφ.) 4 …   Dictionary of Greek

  • θηρ(ο)- — (ΑΜ θηρ[ο] ) α συνθετικό λέξεων που δηλώνει ότι το β συνθετικό αναφέρεται ή έχει σχέση με τους θήρες, τα θηρία. ΣΥΝΘ. θηρόθυμος αρχ. θηραγρέτης, θηραγρία, θήραγρος, θηραρχία, θήραρχος, θηρεπωδός, θηρίβορος, θηροβολώ, θηροβόρος, θηρόβοτος,… …   Dictionary of Greek

  • κηραίνω — (I) κηραίνω (Α) [κήρ (I)] 1. (μτβ.) φθείρω, βλάπτω, καταστρέφω («θῆρες δὲ κηραίνουσι καὶ βροτοί» θηρία και άνθρωποι τό βλάπτουν, Αισχύλ.) 2. (αμτβ.) έχω ελαττώματα ή ατέλειες. (II) κηραίνω (Α) [κηρ (II)] 1. είμαι γεμάτος μέριμνες, έχω πολλές… …   Dictionary of Greek

  • ξενοφυής — ξενοφυής, ές (Μ) αυτός που έχει παράξενη φύση ή παράξενο σχήμα («θῆρες ξενοφυεῑς», Τζέτζ.).. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξένος + φυής (< φύω / φύομαι), πρβλ. ιδιο φυής] …   Dictionary of Greek

  • πελαγώνω — πελαγῶ, όω, ΝΜΑ [πέλαγος] νεοελλ. 1. πλέω στο πέλαγος, πελαγοδρομώ 2. μεσ. (για τόπο) προχωρώ βαθιά μέσα στη θάλασσα 3. μτφ. συναντώ μεγάλες δυσκολίες και περιέρχομαι σε αμηχανία ή σύγχυση, δεν ξέρω τί να κάνω, τά χάνω 4. μτφ. (για εμπορικές… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»