-
1 γάμος
-
2 δύς-γαμος
δύς-γαμος, unglücklich in der Ehe; γάμος, Unglücksehe, Eur. Phoen. 1054; αἰσχύνη, αἶσχος, unglücklicher Ehe Schmach, Hel. 693 Tr. 1114; ῥυστάγματα Lycophr. 1089.
-
3 ἄ-γαμος
ἄ-γαμος, 1) unverheirathet, Hom. nur Iliad. 3, 46, vom Mann; so auch in Prosa; die Trag. von Frauen, Aesch. Suppl. 135; Soph. Ant. 353 O. R. 1498; Eur. Suppl. 787; N. T.; Ἑλλάδος στάχυν ἄγ. ἀμᾶν, Hellas' Jünglingsährenfeld mähen, En. ad. Her. 21 (IX, 362). – 2) γάμος ἄγ., nach dem Sprachgebrauch der Trag. eine Unglücksehe, Soph. O. R. 1214; Eur. Hel. 690.
-
4 πρωτό-γαμος
πρωτό-γαμος, erst eben od. kürzlich verheirathet, Orph. Lith. 5, 12.
-
5 πρό-γαμος
πρό-γαμος, vorher heirathend oder verheirathet, Tryphiod. 332; – οἱ πρόγαμοι, Titel einer Comödie des Menander, nach Mein. p. 149 = προγάμια.
-
6 πικρό-γαμος
πικρό-γαμος, dem das Heirathen, die Hochzeit verbittert, verleidet ist, Od. 1, 266 u. sonst, wie Sp., Antiphan. 9 (IX, 245).
-
7 πολύ-γαμος
πολύ-γαμος, oft verheirathet, ein Mann, welcher mehrere Frauen, und eine Frau, welche mehrere Männer nimmt, Sp., vgl. Poll.
-
8 σύγ-γαμος
σύγ-γαμος, durch Ehe verbunden, Eur. Phoen. 431 El. 212 u. öfter, Ehegatte, Ehegattinn; auch in weiterm Sinne, verschwägert.
-
9 τρί-γαμος
-
10 τελεσσί-γαμος
τελεσσί-γαμος, poet. = τελεσίγαμος, die Hochzeit vollendend od. einweihend, Nonn. D. 8, 83.
-
11 φιλό-γαμος
φιλό-γαμος, heirathslustig, μνηστῆρες Eur. I. A. 392.
-
12 βραδύ-γαμος
βραδύ-γαμος, spät heirathend, Sp.
-
13 νυκτί-γαμος
νυκτί-γαμος, sich bei Nacht vermählend, Mus. 7.
-
14 κακό-γαμος
κακό-γαμος, unglücklich vermählt, Schol. Soph. O. R. 1238.
-
15 καλλί-γαμος
καλλί-γαμος, schön vermählt, λέκτρα Paul. Sil. 67 (IX, 765).
-
16 κλεψί-γαμος
κλεψί-γαμος, Liebesgenuß stehlend, d. i. ehebrecherisch, buhlerisch, Sp., wie Nonn. D. 8, 60, Κρονίδης.
-
17 εὔ-γαμος
εὔ-γαμος, glücklich verheirathet, Nonn., E. M.
-
18 νεό-γαμος
νεό-γαμος, eben erst verheirathet, junger Ehemann, junge Ehefrau; Her. 1, 36. 37. 81; νεογάμου νύμφης δίκην, Aesch. Ag. 1152; κόρη, Eur. Med. 324; auch λέκτρα, 1348; Xen. Cyr. 3, 1, 36 u. A.
-
19 μελλό-γαμος
μελλό-γαμος, im Begriff zu heirathen, der Verlobte, die Braut; Soph. Ant. 624; Euphor. bei Schol. Ap. Rh. 1, 1063; γαμβρός, Theocr. 22, 140.
-
20 μελλέ-γαμος
μελλέ-γαμος, = μελλόγαμος, Arcad. 30, 25.
См. также в других словарях:
γάμος — wedding masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμος — Θεσμός που αποβλέπει στη ρύθμιση των σχέσεων των δύο φύλων στα πλαίσια μιας κοινής συμβίωσης και στον καθορισμό της νομικο κοινωνικής θέσης των παιδιών που θα γεννηθούν με βάση τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των γεννητόρων (υπηκοότητα, εθνικότητα,… … Dictionary of Greek
γάμος — ο 1. ηνόμιμη ένωση άντρα και γυναίκας, η παντρειά: Ήταν άτυχη στο γάμο της. 2. το μυστήριο του γάμου, η στέψη: Θύμωσε γιατί δεν την καλέσαμε στο γάμο μας … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
πολιτικός γάμος — Γάμος που τελείται μπροστά στα αρμόδια όργανα της κρατικής εξουσίας. Σε ορισμένες χώρες είναι υποχρεωτικός, ενώ σε άλλες είναι ισόκυρος προς τον θρησκευτικό, οπότε οι ενδιαφερόμενοι μπορούν να τελέσουν όποιον από τους δύο θέλουν ή και τους δύο.… … Dictionary of Greek
ιερός γάμος — Συμβολική ένωση στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Επρόκειτο για ενώσεις κάποιας μεγάλης θεάς με δευτερεύοντα θεό ή θνητό, που συμβόλιζαν την ανοιξιάτικη γέννηση της φύσης. Ο χειμώνας και η παρακμή συμβολίζονταν με τον (συνήθως βίαιο) θάνατο του… … Dictionary of Greek
γάμω — γάμος wedding masc nom/voc/acc dual γάμος wedding masc gen sg (doric aeolic) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor subj act 1st sg (doric) γά̱μω , γαμέω D Deor. aor ind mid 2nd sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολυγαμία — Γάμος ενός άνδρα με πολλές γυναίκες (πολυγυνία) ή μιας γυναίκας με πολλούς άνδρες (πολυανδρία). * * * η, ΝΑ [πολύγαμος] 1. σύναψη γάμου ενός άνδρα με περισσότερες από μία συζύγους, πολυγυνία 2. το να παντρεύεται κανείς πολλές φορές νεοελλ. 1.… … Dictionary of Greek
γάμε — γάμος wedding masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοι — γάμος wedding masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιν — γάμος wedding masc gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
γάμοιο — γάμος wedding masc gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)