-
1 σίδηρος
σίδηρος, ὁ, dor. σίδᾱρος, Eisen, Stahl; bei Hom. bes. mit den Beiworten πολιός und αἴϑων, auch πολύκμ ητος, u. bei Hes. O. 153 μέλας. Es fand unter allen Metallen dei den Griechen am spätesten allgemeinen Eingang, dah. bei Hom. viel seltner als χαλκός; Gegenstand des Tauschhandels, Od. 1, 184; vgl. Hes. O. 157; Pind. u. Tragg.: χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Aesch. Prom. 502; διέλαχον σφυρηλάτῳ Σκύϑῃ σιδήρῳ κτημάτων παμπησίαν Spt. 817, Eisen für »Schwert«, κτείνοντ' αἴϑωνι σιδήρῳ, Soph. Ai. 147; τέμνει σιδήρῳ πνεύματος διαῤῥοάς, Eur. Hec. 567; ϑηκτῷ σιδήρῳ δῶμα διαλαχεῖν, Phoen. 68: u. in Prosa überall: οἱ Ἀϑηναῖοι τὸν σίδηρο κατέϑεντο, Thuc. 1, 6, trugen keine Schwerter mchr; σίδηρος καὶ χαλκὸς πολέμων ὄργανα, Plat. Legg. XII, 956 a, u. öfter. Bei Xen. Hell. 3, 3, 7, ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον, wird erklärt »auf den Eisenmarkt«. – Nic. Ther. 924 hat auch ἡ σίδηρος gebraucht. – Im plur. findet sich zuweilen τὰ σίδηρα. Vgl. σίδηρον.
-
2 σίδηρος
σίδηρος, ὁ, Eisen, Stahl. Es fand unter allen Metallen bei den Griechen am spätesten allgemeinen Eingang, dah. viel seltner als χαλκός; Gegenstand des Tauschhandels; Eisen für 'Schwert'; οἱ Ἀϑηναῖοι τὸν σίδηρο κατέϑεντο, trugen keine Schwerter mehr; ἀγαγὼν εἰς τὸν σίδηρον, auf den Eisenmarkt -
3 περι-σίδηρος
περι-σίδηρος, rings mit Eisen umgeben, beschlagen, D. Sic. 3, 33.
-
4 τμητο-σίδηρος
τμητο-σίδηρος, mit Eisen geschnitten, abgehauen, ὕλη, Aenigm. 27 (XIV, 19).
-
5 βραχυ-σίδηρος
βραχυ-σίδηρος, ἄκων, mit kurzem Eisen, Pind. N. 3, 43.
-
6 εὐ-σίδηρος
εὐ-σίδηρος, wohl mit Eisen versehen, Schol. Hes. Sc. 273.
-
7 βαρυ-σίδηρος
βαρυ-σίδηρος, ῥομφαία, schwer von Eisen, Plut. Aemil. 18.
-
8 μακρο-σίδηρος
μακρο-σίδηρος, mit langem Eisen, Eust. 1620, 36.
-
9 μονο-σίδηρος
μονο-σίδηρος, aus bloßem Eisen, nur Conj., Ar. Equ. 1046.
-
10 αὐτο-σίδηρος
αὐτο-σίδηρος, ganz von Eisen, Eur. Hel. 356.
-
11 ἀ-σίδηρος
ἀ-σίδηρος, ohne Eisen, ohne Schwert, χείρ Carphylld. 1 (IX, 12); Eur. Bacch. 735; μοχλοί 1102.
-
12 ἀκρο-σίδηρος
ἀκρο-σίδηρος, μύωψ, mit eiserner Spitze, Antiphil. 4 (VI, 95).
-
13 ὁλο-σίδηρος
ὁλο-σίδηρος, ganz von Eisen, Antiphan. bei Poll. 10, 176.
-
14 ὑπο-σίδηρος
ὑπο-σίδηρος, unten von Eisen und mit Gold oder Silber überzogen, Plat. Rep. III, 415 b.
-
15 αργός σίδηρος
οRoheisen n -
16 χαλκός
χαλκός, ὁ, Erz, Metall, bes. Kupfer, als das erste Metall, das man schmelzen und bearbeiten lernte, vgl. Schol. Ap. Rh. 1, 430 u. Hes. O. 150, τοῖς δ' ἦν χάλκεα μὲν τεύχεα, χάλκεοι δέ τε οἶκοι, χαλκῷ δ' ἐργάζοντο, μέλας δ' οὐκ ἔσκε σίδηρος; als nachher auch das Eisen geschmiedet wurde, übertrugen die Dichter das Wort auch auf Eisen; Hom. bezeichnet es noch als ἐρυϑρός, Il. 9, 365, u. nennt es neben Eisen, χαλκός τε χρυσός τε πολυκμητός τε σίδηρος 6, 48. 11, 133, vgl. Od. 21, 10. 61, wo aus Kupfer gearbeitete Gefäße u. Geräthe zu verstehen sind; ἄλλοι μὲν χαλκῷ, ἄλλοι δ' αἴϑωνι σιδήρῳ Il. 7, 473; Panzer u. Harnisch sind bei Hom. aus χαλκός, εἰλυμένοι αἴϑοπι χαλκῷ 18, 512, ἐν δ' αὐτὸς ἐδύσετο νώροπα χαλκόν 2, 578, κεκορυϑμένος αἴϑοπι χαλκῷ 4, 495, u. öfter; eben so das Schwert, dah. oft νηλέϊ χαλκῷ; das Beil, 23, 118; auch Verzierung, ἅρματα ποικίλα χαλκῷ, 4, 226 u. öfter; Kessel, ἀμφὶ πυρὶ χαλκὸν ἰήνατε, ϑέρμετε δ' ὕδωρ Od. 8, 426; Pind. nennt es πολιός, P. 3, 48, also wohl Eisen, u. öfter; Aesch. verbindet χαλκόν, σίδηρον, ἄργυρον, χρυσόν τε, Prom. 500; aber χαλκοῦ βαφάς geht auf Stählung des Eisens, Ag. 598; ἐν βραχεῖ χαλκῷ, von einem kupfernen Gefäße, Soph. El. 748; Plat. verbindet χαλκὸς καὶ σίδηρος, Legg. III, 678 c; χαλκὸς καὶ σίδηρος πολέμων ὄργανα XII, 956 a. – Eine Kupfermünze, der achte Theil des Obols, u. übh. Kupfergeld, Sp. oft. – Später unterschied man verschiedene Arten und Mischungen des Kupfers; χαλκὸς μέλας Philostr.; das gemeine Kupfer auch χ. Κύπριος, weil die Griechen in ältester Zeit ihr Kupfer aus Kypros erhielten; davon das lat. cuprum, unser Kupfer; χαλκὸς λευκός, weißes Kupfer, eine Art Prinzmetall, χ. ἐρυϑρός, Messing, Ath. V, 205; χ. κεκραμένος, gemischtes Kupfer, Bronze. – Man leitet das Wort von χαλάω ab, weil man die Dehnbarkeit des Metalls am Kupfer zuerst in bes. hohem Grade wahrnahm.
-
17 σίδᾱρος
-
18 μύδρος
μύδρος, ὁ, die glühende Eisenniasse; ἐπιχαλκεύειν μύδρους, Aesch. frg. 421; ἦμεν δ' ἑτοῖμοι καὶ μύδρους αἴρειν χεροῖν, Soph. Ant. 264, was als eine Art Gottesurtheil angesehen wurde; σιδήρεος, Her. 1, 165; Πακτώλιος μύδρος, ein gediegener Goldklumpen vom Paktolus, Lycophr. 272; Anaxagoras nannte die Sonne einen μύδρος διάπυρος, bei D. L. 2, 8, wofür Xen. Mem. 4, 7, 7 λίϑος διάπυρος steht; vgl. Luc. Icar. 7; Arist. de mund. 4, 25 μύδροι διάπυροι, die glühenden Steinmassen, welche der Aetna auswirft; so auch Strab. VI, 240 u. Sp. Hesych. erkl. neben σίδηρος πεπυρωμένος auch ἀργὸς σίδηρος und κραταιὸς λίϑος. – Das Wort findet sich zuerst in dem einen der zwei Verse, die nach Eust. von Mehreren hinter Il. 15, 30 eingeschoben wurden, die aber Wolf nicht aufgenommen hat, s. Heyne VII p. 12.
-
19 πυρι-κρόταφος
πυρι-κρόταφος, am Feuer oder heiß gehämmert, σίδηρος, Hesych., wohl aus einem Dichter, er erkl. ὁ μετὰ πυρὸς κεκροτημένος.
-
20 πολυ-γλώχῑν
πολυ-γλώχῑν, ὁ, ἡ, vielspitzig, σίδηρος, Dio Per. 476.
См. также в других словарях:
σίδηρος — iron masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρος — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Fe·ανήκει στην όγδοη ομάδα του περιοδικού συστήματος, έχει ατομικό αριθμό 26, ατομικό βάρος 55,85, σημείο τήξης 15300C, σημείο ζέσης 27350C, ειδικό βάρος 7,86, τέσσερα σταθερά ισότοπα και τρία ραδιενεργά. Ο σ. μεταξύ… … Dictionary of Greek
σίδηρος — ο 1. χημικό στοιχείο, μέταλλο. 2. σίδερο. 3. «εποχή του σιδήρου», η τελευταία από τις μεγάλες εποχές της εξέλιξης του ανθρώπου· «διά πυρός και σιδήρου», με τη βία. 4. το χημικό στοιχείο ως συστατικό του αίματος: Ο οργανισμός του ανθρώπου έχει… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Ὁπόσα φάρμακα οὐκ ἰῆται, σίδηρος ἰῆται, ὅσα σίδηρος οὐκ ἰῆται, πῦρ ἰῆται. — См. Железный … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Οὐ πῦρ, οὐ σίδηρος οὐδὲ χαλκὸς εἴργει μή φοιτᾶν ἐπὶ δείπνον. — См. Сквозь огонь и воду … Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)
Сидероз глаза — (Σίδηρος железо) состояние глаза, при котором во всех тканях глаза, особенно в сетчатой оболочке, можно с помощью микроскопа найти железо. При попадании в глаз осколка железа и застревании его в какой либо части его, напр. хрусталике, последний… … Энциклопедический словарь Ф.А. Брокгауза и И.А. Ефрона
σιδήρους — σίδηρος iron masc acc pl σιδηρόω overlay with iron imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηρε — σίδηρος iron masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σίδηροι — σίδηρος iron masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαλκός — Χημικό στοιχείο με σύμβολο Cu· ανήκει στην πρώτη ομάδα, δεύτερη υποομάδα του περιοδικού συστήματος των στοιχείων, έχει ατομικό αριθμό 29, ατομικό βάρος 63,54, δύο σταθερά ισότοπα (Cu63 και Cu65) και 9 ραδιενεργά, από αριθμό μάζας 58 έως 68.… … Dictionary of Greek
Ηνωμένο Βασίλειο — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένο Βασίλειο της Μεγάλης Βρετανίας και της Βορείου Ιρλανδίας Συντομευμένη ονομασία: Μεγάλη Βρετανία Έκταση: 244.820 τ. χλμ. Πληθυσμός: 59.647.790 (2001) Πρωτεύουσα: Λονδίνο (6.962.319 κάτ. το 2001)Κράτος της βορειοδυτικής… … Dictionary of Greek