-
1 θρόμβους
θρόμβοςlump: masc acc pl -
2 ἀφ-έλκω
ἀφ-έλκω, wegziehen, wegschaffen, τριήρεις Thuc. 2, 93; wegschleppen, Her. 3, 48; τινά Plat. Prot. 819 c; Xen. Cyr. 1, 4, 24 u. sonst; τινὰ ἀπό τινος ἀφέλξω Eur. Hec. 144; γῆ – ϑρόμβους ἀφείλκυσε, einschlürfen, Aesch. Eum. 175. – Med., τοῦ δόρατος ἀφελκύσασϑαι τοὔλυτρον, von seinem Speer die Scheide abziehen, Ar. Ach. 1119.
-
3 ἐμέω
ἐμέω, fut. ἐμέσω, perf. ἐμήμεκα, Luc. Lex. 21 ( vomo), ausspeien, ausbrechen, durch Brechen von sich geben; αἷμα Il. 15, 11; ϑρόμβους Aesch. Eum. 175; ἐμεῖ (fut. med.) ἰόν 700; sich erbrechen, Plat. Phaedr. 268 b; Xen. An. 4, 8, 20; Hippocr. – Uebtr., vom Worte, plaudern, was Einem in den Mund kommt, Sp.
-
4 αναδιδωμι
поэт. ἀνδίδωμι1) протягивать, передавать, предлагать(τινί τι Pind., Polyb., Plut.)
τῷ δήμῳ ψῆφον ἀ. Plut. — устроить всенародное голосование2) производить на свет, рождать(καρπόν Her., Plut.; ὡραῖα Thuc.; τροφέν ἐκ τῆς γῆς Xen., Plat.; ζῷα Plat.)
3) извергать, выбрасывать(θρόμβους ἀσφάλτου Her.; πῦρ καὴ καπνόν Thuc.)
πηγέν ἀναδοθῆναι ἐάσω Luc. — я сделаю так, что забьет источник;ὁμίχλην τοῦ ποταμοῦ ἀναδιδόντος Plut. — когда с реки поднялся туман4) выделять, испускать, издавать(θερμότητα, ὀσμήν Plut.)
5) распространять, распускать(φήμην νίκης Plut.)
6) med. продавать7) вытекать, бить ключом(πηγαὴ ἀναδιδοῦσι Her.; ὕδωρ ἀναδίδωσιν Arst.)
8) отходить назад, отступать Arst. -
5 αφελκω
ион. ἀπέλκω1) оттаскивать, отрывать(τοὺς ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Her.; πῶλον ἀπὸ μαστῶν Eur.; ἑαυτὸν εἰς τοὐναντίον Arst.)
2) тащить силой, угонять(τινά Xen., Plat.; τριήρεις Thuc.)
3) med. стаскивать, сдергивать(δόρατος τοὔλυτρον Arph.)
4) med. заманивать, подговаривать(τινά Plut.)
5) всасывать, впивать(θρόμβους φόνου Aesch.)
-
6 εμεω
(impf. ἤμουν, атт. fut. ἐμῶ, aor. ἤμεσα, pf. ἐμήμεκα; pass.: pf. ἠμήμεσμαι, inf. aor. ἐμεθῆναι)1) извергать, изрыгать, выплевывать(αἷμα Hom.; θρόμβους φόνου, ἰὸν βαρύν Aesch.; μέλι Arst.)
2) страдать рвотойἄφρονες ἐγίγνοντο καὴ ἤμουν Xen. — они бредили, и их рвало
-
7 clot
-
8 φόνος
A murder, slaughter,τεύξασα πόσει φόνον Od.11.430
; ;φ. ῥάπτειν 16.379
;μερμηρίζειν 2.325
;ὁρμαίνειν 4.843
;σμικρῇσι φόνον φέρει ὀρνίθεσσι Il. 17.757
, etc.;φόνον πράσσειν Pi.N.3.46
;ἀκούσιον φ. ἐξεργάσασθαι Pl. Lg. 869a
;βουλεῦσαί τινι S.Aj. 1055
;ἔθου φόνον Id.OC 542
(lyr.);ἐκπορίζειν E. Ion 1114
; of arrows,φ. προπέμπειν S.Ph. 105
; τὸν Δωριέος πρὸς Ἐγεσταίων φόνον ἐκπρήξασθαι exact vengeance for the killing.., Hdt.7.158; κατὰ ζῴων φόνου καὶ μὴ φόνου ὧδε ἔχει killing or not-killing, Democr.257; in poet. phrases, φ. συρίζειν, κινύρεσθαι, πνεῖν, A.Pr. 357 (s. v.l.), Th. 123 (lyr.), Ag. 1309; φ. τινός the murder of.., Id.Eu. 580, etc.; φ. Ἑλληνικὸς μέγιστος slaughter of Greeks, Hdt.7.170;ὅμαιμος αὐθέντης φ. A.Eu. 212
; ; πολύκερως, ἄρνειος φ., Id.Aj. 55, 309;ἐπὶ φόνῳ πράσσεις φόνον E.Or. 1579
, cf. HF 1084 (lyr.);γέρων φ. μηκέτ' ἐν δόμοις τέκοι A.Ch. 805
(lyr.), etc.;ὁ ὑπὸ Θήβης Ἀλεξάνδρον φ. Plu.2.856a
;ὁ κατὰ τῶν πολιτῶν φ. D.S.19.8
: pl.,φόνοι τ' ἀνδροκτασίαι τε Od.11.612
(personified in Hes.Th. 228);ἔμφυλοι φ. ἀνδρῶν Thgn.51
, cf. S.OC 962.2 in law, murder, homicide, δικάζειν τοὺς βασιλέας αἰτιῶν φόνου Lex Dracontis ap.IG12.115.12; ;δικάζειν δίκας φόνου Id.5.11
;παραδοῦναι φόνου δίκην Id.6.42
;ἁλῶναι Id.5.59
, etc.;φεύγειν Lycurg. 133
(poet., παίδων φόνον φεύγουσα fleeing from.. E.Med. 795); ἔνοχοι ;φόνου ὑπόδικος D.54.25
; φόνου καθαρός, ἁγνός, Pl.R. 451b, Lg. 759c:ἀκούσιος φ. D.23.72
;φόνων ἀπέχεσθαι Ar.Ra. 1032
(anap.);αἱ τῶν φ. δίκαι Pl.Lg. 778d
; φόνοι.. φόνοις δεόμενοι καθαίρεσθαι ib. 870c, al.; λαγχάνονται αἱ τοῦ φ. δίκαι πρὸς [τὸν βασιλέα] Arist.Ath.57.2.3 death as a punishment,φ. προκεῖσθαι δημόλευστον S.Ant.36
.4 blood when shed, gore,ἂμ φόνον, ἂν νέκυας Il.10.298
;κέατ' ἐν φόνῳ 24.610
;ἐρευγόμενοι φόνον αἵματος 16.162
;φ. κέχυται γυναίκων Alc.Fr.153
Lobel;φόνον κεύθειν Emp. 100.4
;μέλανι ῥαίνων φόνῳ πεδίον Pi.I.8(7).55
;φόνου κηκίς A.Ch. 1012
; ; ; ;χεῖρα χραίνεσθαι φόνῳ S.Aj.43
; of a sacrifice,ταυρείου φόνου A.Th.44
;Ἕλλην οὗ καταστάζει φ. E.IT72
; rarely in Prose of blood, Hp.Morb.2.73.5 corpse,πρὶν ἴδω τὸν Ἑλένας φόνον.. κείμενον E.Or. 1357
(lyr.); ἐπὶ φόνῳ χαμαιπετεῖ ματρός ib. 1491 (lyr.).6 rascal that deserves death, gallowsbird, a Dorian phrase, EM662.4.II of the agent or instrument of slaughter, φόνον ἔμμεναι ἡρώεσσι to be a death to heroes, Il. 16.144, cf. Od.21.24; of poison, Mim.Oxy.413.180;ἐν φόνῳ μαχαίρας LXX Ex.17.13
, De.13.15(16), 20.13; without ἐν, Nu.21.24.III = ἀτρακτυλίς, Thphr.HP6.4.6. -
9 ἀναδίδωμι
II give forth, send up, esp. of the earth, yield,καρπόν Plu.Cam.15
, cf. Hp.Aër.12, E.Fr.484.4;ὡραῖα Th.3.58
.2 send up,Φερσεφόνα.. ἀνδιδοῖ ψυχὰς πάλιν Pi.Fr.133.3
.3 of a river,ἀ. θρόμβους ἀσφάλτου Hdt.1.179
; of a volcano,ὰ. πῦρ καὶ καπνόν Th.3.88
, etc.;ἀ. εὐωδίαν Plu.2.645f
, cf. Thphr.Sud.10.4 intr., of springs, fire, etc., burst, issue forth, Hdt.7.26, Arist.Mete. 351a15 (also [voice] Pass.,τὰ ἐν ἄντροις ἀναδιδόμενα ὕδατα Porph.Antr.6
).b Math., in [voice] Pass., to be given, of elements in calculation, Vett.Val.21.1.III deal round, distribute, impart,διαβούλιον τοῖς φίλοις Plb.5.58.2
; of one person,τὴν πρᾶξίν τινι 8.17.2
;τοῖς λόχοις τὰς ψήφους D.H.10.57
, cf. Plu.TG 11, etc.; ἀ. φήμην spread it, Id.Aem.25:—[voice] Pass.,ἀνεδίδοντο χρυσοῖ στέφανοι Posidon.17
.2 Medic., distribute food, juices, etc., throughout the body, Philotim. ap.Orib.2.69.9, al.: esp. in [voice] Pass., Dieuch.ib.4.7.1, Phld.D.3.14;πέττεσθαί τε καὶ ἀναδίδοσθαι Gal. 15.457
, cf. 6.650, Porph.Abst.1.47.IV [voice] Med., sell, Arist.Fr. 558 (prob.f.l. for ἀποδόσθαι).V in Gramm., ἀ. τὸν τόνον throw back accent, EM739.22, Sch.Ven.Il.5.182.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναδίδωμι
-
10 ἀφέλκω
A (lyr.): [tense] aor. ἀφείλκῠσα (v. infr.): [tense] pf.ἀφείλκῠκα M.Ant.3.6
:— drag away,ἱκέτας ἐκ τοῦ ἱροῦ Hdt.3.48
, cf. S.OC 844, E.Heracl. 113;πῶλον ἀπὸ μαστῶν Id.Hec. 142
(lyr.);τινὰς ἀπὸ τέκνων καὶ γονέων καὶ γυναικῶν Lys.12.96
; drag a speaker from the βῆμα, Pl.Prt. 319c; ἀ. τὰς τριήρεις drag or tow ships away, Th.2.93, cf. 7.53,74; draw aside, divert,ἐπὶ τὰ ἡδέα X.Mem.4.5.6
; τὸ δέρμα ἀ. to draw it off, Hp.Art. 11:—[voice] Pass., ibid.2 [voice] Med., τοῦ δόρατος ἀφελκύσωμαι τοὔλυτρον let me draw off the sheath from.., Ar.Ach. 1120. -
11 ἐμέω
A , X.An.4.8.20, [dialect] Ion.ἤμεον Hdt.7.88
: [tense] fut.ἐμέσω Hp.Morb.2.15
, [dialect] Att. ἐμῶ ([etym.] ἐνεξ-) Polyzel.4: [tense] fut. [voice] Med.ἐμέομαι Hp.Nat.Hom.5
, : [tense] aor.ἤμεσα Hp. Epid.1.26
.έ, etc., ([etym.] ἐξ-) Ar.Ach.6, inf.ἐμέσαι Hdt.1.133
; [dialect] Ep. ἔμεσσα ([etym.] ἀπ-) Il.14.437 (prob. ἐξήμεσσα should be restored for - ήμησα in Hes. Th. 497; ὑπερ-έμησα occurs in the Mss. of Hp.Morb.2.17): [tense] pf.ἐμήμεκα Luc.Lex.21
, Ael.NA17.37: [tense] plpf.ἐμημέκεε Hp.Epid.5.42
,ἐμημέκει D.L.6.7
:—[voice] Pass., [tense] fut. ἐμεθήσομαι ([etym.] ἐξ-) LXXJb.20.15: [tense] aor. inf.ἐμεθῆναι Gal.7.219
: [tense] pf.ἐμήμεσμαι Ael.VH13.22
:—vomit, throw up,αἷμ' ἐμέων Il.15.11
, cf. Hdt.7.88;ἐμοῦσα θρόμβους A.Eu. 184
; ἰόν ib. 730: abs., vomit, be sick, Hdt.1.133, X.An.4.8.20;ἐμέειν ἀπὸ συρμαϊσμοῦ Hp.Art.40
; ἐ. πτίλῳ to make oneself sick with a feather, Ar. Ach. 587.2 metaph., throw up a flood of words, Eun.VSp.488 B. ( ϝεμε-, cf. Skt. vámiti 'vomit', Lat. vomo, vomitus, Lith. vémti, etc.)
См. также в других словарях:
θρόμβους — θρόμβος lump masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θρομβούμαι — (ΑΜ θρομβοῡμαι, έομαι) [θρόμβος] 1. πήζω σε μικρούς σβώλους, σχηματίζω θρόμβους 2. (για γάλα) πήζω, κόβω αρχ. περιέχω θρόμβους … Dictionary of Greek
θρομβώδης — ες (Α θρομβώδης, ες) [θρόμβος] αυτός που είναι γεμάτος θρόμβους, που έχει πήξει σε θρόμβους νεοελλ. αυτός που αποτελείται από μεγάλες σταγόνες. επίρρ... θρομβωδώς με θρομβώδη τρόπο … Dictionary of Greek
STORAX — apud Terentium in Adelphis, Act. 1. sc. 1. v. 1. Storax, non rediit hâc nocte a cena Aeschinus: nomen pueri est, ab odore, ut ait Donatus. Στύραξ nimirum in Graeca fabula hic puer vocabatur. Est autem Storax, uti Virgilius vocat in Scylla: Et… … Hofmann J. Lexicon universale
έμφραγμα — Νέκρωση ενός ιστού που οφείλεται σε διακοπή ή ελάττωση της αρτηριακής αιμάτωσής του. Το αίτιο συνίσταται στην απόφραξη μιας αρτηρίας από θρόμβωση, εμβολή ή κοκκιωματώδη επεξεργασία των τοιχωμάτων της. Το έ. επέρχεται όταν η αρτηρία που έχει… … Dictionary of Greek
αίμαρθρο — Συγκέντρωση αίματος μέσα στην άρθρωση. Μπορεί να συμβεί μετά από τραυματισμό ή να οφείλεται σε αδυναμία του αίματος να σχηματίζει θρόμβους. Η άρθρωση πρήζεται, πονάει και παθαίνει δυσκαμψία. Η τοποθέτηση παγοκύστης βοηθά στη μείωση του οιδήματος … Dictionary of Greek
αδρόσφαιρος — ἁδρόσφαιρος, ον (Α) αυτός που έχει αδρές, μεγάλες σφαίρες, χοντρούς θρόμβους. (Αναφέρεται για το μαλάβαθρον, φύλλο τού είδους Cinnamomon Tamala ή albiflorum τού γένους Κιννάμωμο]. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδρὸς + σφαίρα] … Dictionary of Greek
εκθρομβούμαι — ἐκθρομβοῡμαι ( όομαι) (Α) (για το αίμα) σχηματίζω θρόμβους … Dictionary of Greek
ενθρομβούμαι — ἐνθρομβοῡμαι, όομαι (Α) 1. (για αίμα) μεταβάλλομαι σε θρόμβους 2. γεμίζω με θρομβωμένο αίμα … Dictionary of Greek
θρόμβωση — Σχηματισμός στερεών μαζών (θρόμβων) μέσα στο αγγειακό σύστημα της κυκλοφορίας του αίματος. Η θ. μπορεί να συμβεί στις φλέβες, στις αρτηρίες αλλά και στην καρδιά, και εξαρτάται κυρίως από τρεις παράγοντες: αλλοίωση του ενδοθηλίου που επενδύει το… … Dictionary of Greek
ινωδολυτικός — ή, ό ιατρ. όρος που αναφέρεται σε κάθε ουσία ικανή να διαλύσει τους θρόμβους τού αίματος. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στην ελλ. νόθου σύνθ., πρβλ. γαλλ. fibrinolytique < fibrine «ινώδες» + lytique (πρβλ. λυτικός < λύνω)] … Dictionary of Greek