Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑευ

См. также в других словарях:

  • θεῦ — θέω dhávate pres imperat mid 2nd sg (attic doric ionic) θέω dhávate imperf ind mid 2nd sg (attic doric ionic) τίθημι p aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… …   Dictionary of Greek

  • θέω — (I) θέω και επικ. τ. θείω και αιολ. τ. θεύω (Α) 1. (για πρόσ. και ζώα) τρέχω, προχωρώ γρήγορα 2. αγωνίζομαι, μάχομαι για κάτι 3. (για πτηνά) πετώ 4. (για πλοία) πλέω γρήγορα 4. (για πέτρα) κυλιέμαι, κινούμαι γρήγορα 5. (για τον κεραμεικό τροχό)… …   Dictionary of Greek

  • μυθεῦ — μῡθεῦ , μυθέομαι speak pres imperat mp 2nd sg (doric ionic) μῡθεῦ , μυθέομαι speak imperf ind mp 2nd sg (doric ionic) μυθέω speak pres imperat mp 2nd sg (doric ionic) μυθέω speak imperf ind mp 2nd sg (doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πύθευ — πύ̱θευ , πύθω cause to rot pres imperat pass 2nd sg (epic doric ionic) πύ̱θευ , πύθω cause to rot imperf ind pass 2nd sg (epic doric ionic) πυνθάνομαι learn aor imperat mid 2nd sg (epic doric ionic) πυνθάνομαι learn aor ind mid 2nd sg (epic doric …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Petze, die — Die Pêtze, plur. die n, im gemeinen Leben eine Hündinn, und figürlich auch wohl, ein unzüchtiges liederliches Weibsbild. Dieses Wort wird häufig Betze geschrieben und gesprochen; allein im Hoch und Oberdeutschen hat das P den Vorzug. Im Angels.… …   Grammatisch-kritisches Wörterbuch der Hochdeutschen Mundart

  • θευεργέσια — θευεργέσια, τὰ (Α) γιορτή προς τιμήν θεού ευεργέτη. [ΕΤΥΜΟΛ. Συμφυρμός < θευ (βλ. θεο ) + ευεργέσια, (τα) (< ευεργέτης) κατά τα επιφάνια, θεοξένια] …   Dictionary of Greek

  • θευκολώ — θευκολῶ, έω (Α) βλ. θεηκολώ. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. λ. θεηκολώ. Το α συνθετικό θευ είναι δωρ. τ. τού θεο *] …   Dictionary of Greek

  • θευξένια — θευξένια, ἡ (Α) (δωρ. τ.), βλ. θεοξένια. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεοξένια. Το α συνθετικό θευ είναι δωρ. τ. τού θεο *] …   Dictionary of Greek

  • θευπροπία — θευπροπία, ἡ (Α) (δωρ. τ.), βλ. θεοπροπία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεοπροπία. Το α συνθετικό θευ είναι δωρ. τ. τού θεο *] …   Dictionary of Greek

  • θευφορία — θευφορία, ἡ (Α) (δωρ. τ.), βλ. θεοφορία. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεοφορία. Το α συνθετικό θευ είναι δωρ. τ. του θεο *] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»