Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

βοηθόος

См. также в других словарях:

  • βοηθόος — βοηθόος, ον (Α) 1. όποιος σπεύδει στην κραυγή για βοήθεια ή στην πρόσκληση στα όπλα, για μάχη 2. ο βοηθός, αυτός που προσφέρει βοήθεια. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. βοηθόος προήλθε πιθ. από την έκφραση «(επί) βοήνθειν» (του ρ, θέω «τρέχω»)] …   Dictionary of Greek

  • βοηθόος — hasting to the cry for help masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθόε — βοηθόος hasting to the cry for help masc voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθόοι — βοηθόος hasting to the cry for help masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθόον — βοηθόος hasting to the cry for help masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθόου — βοηθόος hasting to the cry for help masc gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοηθώ — ( άω) (AM βοηθῶ, έω, Α και βωθέω, ιων. τ.) 1. παρέχω υλική ή ηθική βοήθεια 2. προστρέχω να σώσω κάποιον, σώζω 3. ανακουφίζω ασθενή, βελτιώνω την κατάσταση του μσν. νεοελλ. διευκολύνω, ωφελώ νεοελλ. 1. ευνοώ 2. υποστηρίζω αρχ. φρ. 1. «βοηθῶ ἐπί… …   Dictionary of Greek

  • βοαθόος — βοᾱθόος , βοηθόος hasting to the cry for help masc nom sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βοαθόων — βοᾱθόων , βοηθόος hasting to the cry for help masc gen pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»