-
1 θεομορος
дор. θεύμορος 21) ниспосланный богами, дарованный божеством(ἀοιδαί, γάμου γέρας Pind.)
2) взысканный богами(Ἀρκεσίλας Pind.)
-
2 θεόμορος
θεόμοροςdestined by the gods: masc /fem nom sg -
3 θεόμορος
θεόμορος, -ονa alloted by heaven θεόμοροι ἀοιδαί ( θεόμοιροι v. l.: θεόμοροι edd. vulgo) O. 3.10 “τὸ μὲν ἐμόν, Πηλέι γέρας θεόμορον ὀπάσσαι γάμου Αἰακίδᾳ” (Hermann: θεάμοιρον cod.) I. 8.38b heaven favoured ὦ θεόμορ' Ἀρκεσίλα (Er. Schmid: θεόμοιῤ codd.) P. 5.5 -
4 θεόμορος
θεό-μορος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θεόμορος
-
5 θεόμορος
-
6 θεόμορον
θεόμοροςdestined by the gods: masc /fem acc sgθεόμοροςdestined by the gods: neut nom /voc /acc sg -
7 θεόμοροι
θεόμοροςdestined by the gods: masc /fem nom /voc pl -
8 θεόμορ'
θεόμορα, θεόμοροςdestined by the gods: neut nom /voc /acc plθεόμορε, θεόμοροςdestined by the gods: masc /fem voc sg -
9 θεύ-μορος
-
10 ἀοιδή
ἀοιδή (ἀείδω), ἡ, zsgzgn ᾠδή (w. m. s.), das Singen; ἀοιδῆς ὕμνος Hom. Od. 8, 429; die Gesangskunst, ὡς ἄρα τοι πρόφρων ϑεὸς ὤπασε ϑέσπιν ἀοιδήν Od. 8, 498; die Handlung des Singens, οἱ δ' εἰς ὀρχηστύν τε καὶ ἱμερόεσσαν ἀοιδὴν τρεψάμενοι Od. 18, 304; Zeichen der Fröhlichkeit, Aesch. Ag. 951; das Lied, welches gesungen wird, Iliad. 24, 721 Od. 1, 328; bes. Pind., ἀγάφϑεγκτος, γλυκεῖα, ϑεόμορος, ἱμερτός, μαλϑακός, μαλϑακόφωνος, μελίγδουπος, μελίκομπος, μελίφϑογγος; der Gegenstand des Liedes, von Klytämnestra στυγερὴ δέ τ' ἀοιδὴ ἔσσετ' ἐπ' ἀνϑρώπους Od. 24, 200; dgl. 8, 580; übh. Sage, Gerücht.
-
11 θεόμοιρος
-
12 θευ-
θευ-, [dialect] Dor. and [dialect] Ion. for θεο-, cf. Θεοδαίσιος, θεομορία, θεόμορος:— hence [full] θευ-εργέσια, τά, festival of a θεὸς εὐεργέτης, Inscr.Délos363.53 (iii B.C.).
См. также в других словарях:
θεόμορος — θεόμορος, ον (Α) 1. ο ορισμένος, ο δοσμένος από τους θεούς («γάμου θεόμορον... γέρας», Πίνδ.) 2. ο ευλογημένος από τους θεούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + μόρος «μοίρα, τύχη»] … Dictionary of Greek
θεόμορος — destined by the gods masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόμορον — θεόμορος destined by the gods masc/fem acc sg θεόμορος destined by the gods neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόμοροι — θεόμορος destined by the gods masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεύμορος — θεύμορος, ὁ (Α) (δωρ. τ.), βλ. θεόμορος. [ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. θεόμορος. Το α συνθετικό θευ είναι δωρ. τ. τού θεο *] … Dictionary of Greek
θεόμορ' — θεόμορα , θεόμορος destined by the gods neut nom/voc/acc pl θεόμορε , θεόμορος destined by the gods masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεο- — (AM θεο ) πρώτο συνθετικό πολλών λέξεων τής ελληνικής που έχουν την έννοια ότι αυτό που δηλώνεται από το δεύτερο συνθετικό γίνεται από τον θεό (ή τους θεούς) ή για χάρη τού θεού ή έχει ως αντικείμενο τον θεό («θεόδμητος», «θεοσεβής», «θεόφρων»)… … Dictionary of Greek
θεομόριος — θεομόριος, ία, ον, επικ. τ. θευμόριος, ίη, και ία, ον (Α) [θεόμορος] 1. ο ορισμένος από τους θεούς («θευμορίη νοῦσος» Απολλ. Ρόδ.) 2. το θηλ. ως ουσ. ή θευμορία το μερίδιο τού θεού ή το μερίδιο που παίρνει ο ιερέας από μια θυσία 3. το θηλ. ως ουσ … Dictionary of Greek