Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

ϑέλγμα

См. также в других словарях:

  • θέλγμα — θέλγμα, το (Α) [θέλγω] 1. το θέλγητρο 2. (κατά τον Ησύχ.) «θαῦμα» …   Dictionary of Greek

  • θέλγμα — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγματα — θέλγμα neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγματι — θέλγμα neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»