-
1 θελξι-κάρδιος
θελξι-κάρδιος, das Herz bezaubernd, besänftigend, Sp.
-
2 θελξι-μελής
θελξι-μελής, ές, durch Gesang bezaubernd, Sp.
-
3 θελξί-πικρος
θελξί-πικρος, κνησμονή, schmerzhaft reizend, Ep. ad. 445 ( App. 304).
-
4 θελξί-φρων
θελξί-φρων, ον, = ϑελξίνοος; ἔρωτες Eur. Bacch. 402; παλμός Ep. ad. (IX, 505); so heißt Apollo, Hymn. in Apoll. (IX, 525, 9); oft Nonn.
-
5 θελξί-μβροτος
θελξί-μβροτος, Menschen bezaubernd, ᾠδή Orph. Lith. 315.
-
6 θελξί-νοος
-
7 θελξί-θεος
θελξί-θεος, Gott besänftigend, Sp.
-
8 θελξίνοος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελξίνοος
-
9 θέλξις
θέλξῑς, θέλξιςan enchanting: fem acc pl (epic doric ionic aeolic)θέλξιςan enchanting: fem nom sg -
10 θελξιεπής
θελξῐ-επής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελξιεπής
-
11 θελξίμβροτος
θελξῐ-μβροτος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελξίμβροτος
-
12 θελξιμελής
θελξῐ-μελής, ές,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελξιμελής
-
13 θελξίπικρος
θελξῐ-πικρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θελξίπικρος
-
14 θελξίθεος
-
15 θελξικάρδιος
θελξι-κάρδιος, das Herz bezaubernd, besänftigend -
16 θελξίμβροτος
-
17 θελξιμελής
θελξι-μελής, ές, durch Gesang bezaubernd -
18 θελξίνοος
θελξί-νοος, den Verstand, das Herz bezaubernd, bestrickend; ἔαρ, ergötzend -
19 θελξίπικρος
θελξί-πικρος, κνησμονή, schmerzhaft reizend -
20 θέλγω
Grammatical information: v.Meaning: `enchant, beguile, cheat' (Il.)Compounds: rarely with prefix, δια-, ἐπι-, κατα, παρα-, iter. ipf. θέλγεσκ' (γ 264). θέλξι- as 1. member in governing compp., e. g. θελξι-επής `with enchanting word' (B.), θελξί-φρων `enchanting the mind' (E. in lyr.); s. Schwyzer 443.Derivatives: θελκτήρ `enchanter etc.' (h. Hom. 16, 4) with θελκτήριον `charm' (Il.), adj. θελκτήριος `enchanting' (A., E.); θέλκτωρ `id.' (A. Supp. 1040 [lyr.]; on semantic differences Benveniste Noms d'agent 31 a. 39; s. also Fraenkel Nom. ag. 2, 10 and 49); θέλκτρον = θελκτήριον (S. Tr. 585), θέλγητρον `charm, spell' (E.); θέλγμα `id.' (sch., H.); θέλκταρ (cod. θέρκαλ) θέλγμα H. (s. Fraenkel Glotta 32, 29); ( κατά-)θέλξις `charm' (Plu., Luc., Ael.). - On Τελχῖνες s. v.Origin: XX [etym. unknown]Etymology: Unexplained. Several hypotheses: to Lith. žvelgiù `look at' (de Saussure MSL 8, 443 A., Thumb IF, Anz. 11, 23; enchanting through he evil eye); to Skt. hvárate `go oblique' from ǵhu̯el-gō (?, Ehrlich Sprachgesch. 29); to Germ., e. g. OE dolg, OHG tolc `wound' (Havers IF 28, 190ff.; s. also ἀσελγής).Page in Frisk: 1,658-659Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > θέλγω
- 1
- 2
См. также в других словарях:
θέλξις — θέλξῑς , θέλξις an enchanting fem acc pl (epic doric ionic aeolic) θέλξις an enchanting fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εύνους — ουν (ΑΜ εὔνους, ουν, εὔνοος, οον) αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ. β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν. γ. «τὴν… … Dictionary of Greek
ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… … Dictionary of Greek
θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… … Dictionary of Greek
θελξίθεος — θελξίθεος, ον (Μ) (για την Παναγία) αυτή που εξιλεώνει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + θεος (< θεός), πρβλ. ά θεος, ημί θεος] … Dictionary of Greek
θελξίμβροτος — θελξίμβροτος, ον (Α) αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί μβροτος, τερψί μβροτος] … Dictionary of Greek
θελξίνους — θελξίνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + νους (< νους), πρβλ. βραδύ νους, μικρό νους] … Dictionary of Greek
θελξίπικρος — θελξίπικρος, ον (Α) αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + πικρός] … Dictionary of Greek
θελξίφρων — θελξίφρων, ον (Α) 1. θελξίνους* 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] … Dictionary of Greek
θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] … Dictionary of Greek
θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] … Dictionary of Greek