Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

θέλξι-

См. также в других словарях:

  • θέλξις — θέλξῑς , θέλξις an enchanting fem acc pl (epic doric ionic aeolic) θέλξις an enchanting fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εύνους — ουν (ΑΜ εὔνους, ουν, εὔνοος, οον) αυτός που διάκειται ευνοϊκά, ο ευμενής, ο φιλικός (α. «κτημάτων πάντων ἐστὶ τιμιώτατον ἀνὴρ φίλος συνετός τε καὶ εὔνοος», Ηρόδ. β. «οἱ ἐμοὶ εὖνοι» αυτοί που είναι φιλικοί προς εμένα, οι φίλοι μου, Ξεν. γ. «τὴν… …   Dictionary of Greek

  • ηδυμελής — ές (AM ἡδυμελής, Α δωρ. τ. ἁδυμελής, αιολ. τ. ἁδυμελής, ές, ποιητ. θηλ. ἡδυμέλεια) αυτός που τραγουδάει γλυκά, αρμονικός, γλυκύφθογγος, μελωδικός («ἁδυμελεῑ δ ἐξάρχετε φωνᾷ», Πίνδ.) μσν. αρχ. αυτός που ηχεί γλυκά. επίρρ... ηδυμελώς με γλυκύτητα,… …   Dictionary of Greek

  • θέλγω — (AM θέλγω) προσελκύω κάποιον, γοητεύω, σαγηνεύω (α. «τόν έθελξε με το κάλλος της» β. «και μ οὔτι μελιγλώσσοις πειθοῦς ἐπαοιδαῖσιν θέλξει», Αισχύλ.) αρχ. 1. μαγεύω, καταπραΰνω κάποιον με φάρμακα ή με μαγικά ποτά ή με ξόρκια ή με άσματα («ἀνδρῶν… …   Dictionary of Greek

  • θελξίθεος — θελξίθεος, ον (Μ) (για την Παναγία) αυτή που εξιλεώνει τον θεό. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + θεος (< θεός), πρβλ. ά θεος, ημί θεος] …   Dictionary of Greek

  • θελξίμβροτος — θελξίμβροτος, ον (Α) αυτός που θέλγει τους ανθρώπους («Κύπριδος θελξιμβρότου», Βακχυλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + μβροτος (< βροτός «θνητός» < *μρατός), πρβλ. δαμασί μβροτος, τερψί μβροτος] …   Dictionary of Greek

  • θελξίνους — θελξίνους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που θέλγει, που δελεάζει ή καταπραΰνει τον νου. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + νους (< νους), πρβλ. βραδύ νους, μικρό νους] …   Dictionary of Greek

  • θελξίπικρος — θελξίπικρος, ον (Α) αυτός που θέλγει, που ευχαριστεί με τον πόνο, με την πικρία, που προξενεί ηδονή με πικρία. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + πικρός] …   Dictionary of Greek

  • θελξίφρων — θελξίφρων, ον (Α) 1. θελξίνους* 2. επίθ. τού Απόλλωνος. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + φρων (< φρην), πρβλ. ά φρων, παρά φρων] …   Dictionary of Greek

  • θελξιεπής — θελξιεπής, ές (Α) αυτός που λέει ευχάριστα λόγια, που θέλγει με τα λόγια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + επής (< έπος), πρβλ. α μετρο επής, καλλι επής] …   Dictionary of Greek

  • θελξικάρδιος — α, ο (Μ θελξικάρδιος, ον) αυτός που ευφραίνει την καρδιά, ο ευφραντικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θελξι (< θέλγω*) + κάρδιος (< καρδία), πρβλ. εγ κάρδιος, ταχυ κάρδιος] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»