-
1 πηλό-χυτος
πηλό-χυτος, aus Lehm gegossen, geformt, ϑάλαμοι χελιδόνος, Theaet. Schol. 2 (X, 16).
-
2 τέγεος
τέγεος, mit einem Dache versehen; τέγεοι ϑάλαμοι, Il. 6, 248, Gemacher der Frauen in dem obern Stockwerke des Hauses, wie ὑπερῷοι.
-
3 ΔΕ'Μω
ΔΕ'Μω, bauen; vielleicht verwandt δέω »binden« und δαμάω »bändigen«, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 57. 200. – Mehrmals bei Homer: imperfect. act., Odyss. 23, 192 τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν ϑάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, πυκνῇσιν λιϑάδεσσι; aorist. 1. act., Iliad. 21, 446 Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα, 9. 349 τεἱχος ἔδειμε, 14, 32 τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν, 7, 436 ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν πύργους ϑ' ὑψηλούς, 7, 337 ποτὶ δ' αὐτὸν δείμομεν ὦκα πύργους ὑψηλούς, Conjunctiv, homerisch verkürzt, »laßt uns bauen«; perfect. pass., Iliad. 6, 245. 249 ϑάλαμοι ξεστοῖο λίϑοιο, πλησίοι ἀλλήλων δεδμημένοι; plusquamperf. pass., Iliad. 13, 683 ὕπερϑεν τεῖχος ἐδέδμητο χϑαμαλώτατον, Odyss. 9, 185 περὶ δ' αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίϑοισιν μακρῇσίν τε πίτυσσιν ίδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν, Odyss. 14, 6 ἔνϑα οἱ αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, Odyss. 1, 426 ὅϑι οἱ ϑάλαμος περικαλλέος αὐλῆς | ὑψηλὸς δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ; aorist. 1. medii, Odyss. 6, 9 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας, medium Homerisch in der Bdtg des activi; Odyss. 14, 8 αὐλή –· ἥν ῥα συβώτης αὐτὸς δείμαϑ' ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος, ῥυτοῖσιν λάεσσι, Scholl. Didym. Ζηνόδοτος δείματο οἶος. – Folgende: Praesens activ. h. Hom. Mercur. 87. 188; partic. aorist. δείμας Eur. Rhes. 232; perf. pass. δέδμανϑ' Theocr. 15, 120, δέδμηνται 25, 24; Her. 9, 10; ὁδόν, einen Weg anlegen, 2, 124. 7, 200. – Med., ἄστη, τέμενος, Plat. Ax. 367 c 370 b; D. Hal. 1, 55; Plut. Num. 14; Luc.
-
4 κουρίδιος
κουρίδιος (κοῠρος, also eigtl. jugendlich, welche Bdtg aber bei Hom. nicht vorkommt, vgl. Buttm. Lexil. I p. 32 ff.), ehelich; von der rechtmäßigen Ehe; πόσις Il. 5, 414 Od. 11, 429 u. öfter; κουριδίη ἄλοχος Il. 13, 626; ἀλλ' ἔμ' ἔφασκες Ἀχιλλῆος ϑείοιο κουριδίην ἄλοχον ϑήσειν sagt die Briseis Il. 19, 297 zum Patroclos, du sagtest, du werdest mich zur ehelichen Gemahlinn des Achilles machen, nicht als Sklavinn zur Beischläferinn; auch κουρίδιος φίλος, der liebe Ehegemahl, Od. 15, 22; Her. 1, 135. 5, 18. 6, 138 setzt die κουρίδιαι γυναῖκες den παλλακαῖς entgegen, den Kebsweibern; κουρίδιον λέχος, das Ehebett, Il. 15, 40, wie Ar. Pax 844; Od. 19, 580. 21, 78 nennt Penelope κουρίδιον δῶμα das Haus ihres rechtmäßigen Ehemannes im Ggstz zu dem Hause, in welches sie einem der Freier folgen soll; vgl. noch Stesichor. bei Ath. XIV, 619 e, οὐκ ἐκ παντὸς τρόπου ϑελούσης συγγενέσϑαι τῷ νεανίσκῳ, ἀλλ' εὐχομένης γυνὴ γενέσϑαι κουριδία; auch κουρίδιος γάμος, Archil. 72; auch sp. D.; κουρίδιοι ϑάλαμοι, Ap. Rh. 3, 1128; ἀκοίτης, 4, 1072; ἄκοιτις, 3, 243, öfter; κουριδίους ἤδη ϑαλάμῳ λύσασα χιτῶνας, bräutlich, Euen. 12 (IX, 602). – Die Erkl. »in erster Jugend vermählt« paßt wohl nicht auf alle Stellen.
-
5 εὔ-πηκτος
-
6 μεγαλο-κευθής
μεγαλο-κευθής, ές, viel bergend, geräumig, ϑάλαμοι, Pind. P. 2, 33.
-
7 θάλαμος
θάλαμος, ὁ (nach Passow mit ϑάλπω zusammenhangend, eigtl. ein Ort, wo es warm ist?), bei Hom. Bezeichnung für jedes Zimmer, welches außer dem Saale oder den Säälen im Hause ist, Schlafzimmer, Wohnzimmer der Frau, der Tochter, des unverheiratheten Sohnes, Schlafzimmer des Ehepaares, Brautgemach; auch ein Schlafzimmer in einem besonderen Gebäude auf dem Hofe, Odvss. 1, 425; Vorrathskammer, Iliad. 6, 288 Odyss. 2, 337; vgl. Xen. ὁ μὲν γὰρ ϑάλαμος ἐν ὀχυρῷ ὢν τὰ πλείστου ἄξια καὶ στρώματα καὶ σκεύη παρεκάλει, Oec. 9, 3. – Nach Homer gew. Braut-, Schlafgemach, μεγαλοκευϑέεσσιν ἔν ποτε ϑαλάμοις Διὸς ἄκοιτιν ἐπειρᾶτο Pind. P. 2, 33; τὸν Ἡράκλειον ϑάλαμον Soph. Tr. 909; Eur. ἔχουσα πόσιν ἐν ϑαλάμοισιν, Troad. 854; auch in Prosa, Her. 1, 34, den ἀνδρεῶνες entgeggstzt; ἐξέδραμε τοῦ ϑαλάμου παρὰ τῆς γυναικός Plut. Alcib. 23; τοῦ βασιλικοῦ ϑαλάμου φύλακες Hdn. 3, 12, 2. – Allgem., Aufenthaltsort, Behausung, σύ τε πέμπε χοὰς ϑαλάμους ὕπο γῆς Aesch. Pers. 616; Eum. 958; κρυπτομένα δ' ἐν τυμβήρει ϑαλάμῳ, von der Danae, Soph. Ant. 938; von der Unterwelt, τὸν παγκοίταν ὅϑ' ὁρῶ ϑάλαμον τήνδ' Ἀντιγόνην ἀνύτουσαν, die zugleich ihr Brautgemach werden soll, 798 ( Eur. nennt den Hades Περσεφονείας ϑάλαμοι, Suppl. 1022); das Meer heißt μέγας ϑάλαμος Ἀμφιτρίτης, O. R. 195; βασιλικοί, der Palast, Eur. Ion 486; auch ἀρνῶν, von den Ställen, Cycl. 57. Von Bienenzellen, Antiphil. 29 (IX, 404). – Im Schiffe hieß so der unterste Schiffsraum, Ath. II, 37 b, wo die Ruderbänke der ϑαλαμῖται angebracht waren. – In Aegypten = kleine Kapelle, Ael. H. A. 11, 10; – Luc. de dea Syr. 31 = das Allerheiligste im Tempel.
-
8 λῡσί-τοκος
λῡσί-τοκος, die Geburt lösend, davon befreiend ϑέαινα, Nonn. D. 41, 166; ϑάλαμοι, von den Hühnereiern, Opp. Cyn. 3, 128, v. l. λυσίκομος.
-
9 θάλαμος
θάλαμος, ὁ, Bezeichnung für jedes Zimmer, welches außer dem Saale oder den Sälen im Hause ist, Schlafzimmer, Wohnzimmer der Frau, der Tochter, des unverheirateten Sohnes, Schlafzimmer des Ehepaares, Brautgemach; auch ein Schlafzimmer in einem besonderen Gebäude auf dem Hofe; Vorratskammer; Braut-, Schlafgemach. Allgem., Aufenthaltsort, Behausung; von der Unterwelt; Hades, Περσεφονείας ϑάλαμοι; das Meer heißt μέγας ϑάλαμος Ἀμφιτρίτης; βασιλικοί, der Palast; auch ἀρνῶν, von den Ställen. Von Bienenzellen. Im Schiffe hieß so der unterste Schiffsraum, wo die Ruderbänke der ϑαλαμῖται angebracht waren. In Ägypten = kleine Kapelle; das Allerheiligste im Tempel -
10 λῡσίτοκος
λῡσί-τοκος, die Geburt lösend, davon befreiend ϑέαινα; ϑάλαμοι, von den Hühnereiern -
11 τέγεος
τέγεος, mit einem Dache versehen; τέγεοι ϑάλαμοι, Gemächer der Frauen in dem obern Stockwerke des Hauses
См. также в других словарях:
θάλαμοι — θάλαμος an inner room masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κάμινος — Μηχάνημα και εγκατάσταση (ονομάζεται και φούρνος ή καμίνι) που παράγει θερμότητα με τη χρησιμοποίηση καύσιμων στερεών υγρών και αερίων ή με την εκμετάλλευση της ηλεκτρικής ενέργειας. Εκτός από αυτές τις κ. υπάρχουν επίσης κ. που αξιοποιούν τη… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek
THALAMUS — Graece Θάλαμος, item θαλάμη: quae tamen sic distinguit Ammonius, ut θαλάμαι proprie sint delubra Dioscurorum, imo omnium Deorum interiores cellae, Dearum praeprimis, quae alias καλύβαι, παςοις i. e. velis plumariô opere varieg atis clausae, de… … Hofmann J. Lexicon universale
ανιχνευτής — (Φυσ.). Όροςτης φυσικής που δηλώνει κάθε διάταξη ικανή να σημειώνει και ενδεχομένως να καταγράφει την πραγματοποίηση ενός φαινομένου. Ιδιαίτερη σημασία αποκτούν οι α. στην ατομική και πυρηνική φυσική, επειδή επιτρέπουν διαμέσου μακροσκοπικών… … Dictionary of Greek
ναυτίλος — (nautilus pompilius). Τετραβράγχιο κεφαλόποδο της οικογένειας των Ναυτιλιδών. Το μαλάκιο αυτό έχει ελικοειδές όστρακο διατεταγμένο σε ένα επίπεδο η εσωτερική επιφάνεια είναι μαργαρώδης· ο χώρος που περικλείει το όστρακο υποδιαιρείται με τοιχώματα … Dictionary of Greek
CELLA — I. CELLA apud A. Gellium, l. 2. c. 10. favissa est; ita enim ibi Varro, favissas, ait, esse cellas quasilam ac cisternas, quae in area sub terra essent: ubi reponi solerent signa vetera, quae ex eo Templo (Capitolio scil.) collapsa essent, et… … Hofmann J. Lexicon universale
αερόπλοιο — Αεροσκάφος το οποίο αποτελείται από ένα αερόστατο εφοδιασμένο με κινητήρες προώθησης και με όργανα ευστάθειας που του επιτρέπουν να κινείται σε καθορισμένη διεύθυνση και ύψος. Αποκαλείται επίσης και πηδαλιουχούμενο αερόστατο. Τα α., που η χρήση… … Dictionary of Greek
απολίθωμα — Οι ζωικοί ή φυτικοί οργανισμοί ή μέρη τους που έζησαν στο παρελθόν, περικλείστηκαν μέσα σε ιζηματογενείς αποθέσεις του φλοιού της Γης και διατηρήθηκαν μέχρι σήμερα. Η επιστήμη που μελετά τα α. λέγεται παλαιοντολογία. Η διατήρησή τους… … Dictionary of Greek
γενοκτονία — Ο όρος κατά λέξη σημαίνει εξόντωση μιας εθνικής ομάδας, ενός γένους, και χρησιμοποιήθηκε για πρώτη φορά το 1946 στη δίκη της Νυρεμβέργης (αγγλ. genocide), για να χαρακτηρίσει ένα ειδικό έγκλημα που διαπράχθηκε εναντίον μιας φυλής ή εθνικών και… … Dictionary of Greek
ευναίος — εὐναῑος, ία, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται στο κρεβάτι ή στη φωλιά του (α. «εὐναῑος [λαγώς]» λαγός που είναι κρυμμένος, τρυπωμένος στη φωλιά του, Ξεν. β. «εὐναῑα [ἴχνη]» τα ίχνη που οδηγούν στη φωλιά, Ξεν.) 2. (κυρίως για το συζυγικό κρεβάτι, με… … Dictionary of Greek