-
1 πηλό-χυτος
πηλό-χυτος, aus Lehm gegossen, geformt, ϑάλαμοι χελιδόνος, Theaet. Schol. 2 (X, 16).
-
2 πηλόχυτος
πηλό-χυτος, aus Lehm gegossen, geformt
См. также в других словарях:
κηρόχυτος — η, ο (Α κηρόχυτος, ον) ο κατασκευασμένος από χυτό κερί νεοελλ. φρ. «κηρόχυτες γραμμές» α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να… … Dictionary of Greek
πηλόχυτος — ον, Α κατασκευασμένος από πηλό που χύθηκε μέσα σε μήτρα, σε καλούπι. [ΕΤΥΜΟΛ. < πηλός + χυτός (< χέω)] … Dictionary of Greek