-
1 γλαυκό-χρως
γλαυκό-χρως, οος, ἐλαία, bläulich an Farbe, Pind. Ol. 3, 13; Sp. von Augen.
-
2 γλαυκόχρως
γλαυκό-χρως, bläulich an Farbe; von Augen -
3 γλαυκοχρως
См. также в других словарях:
γλαυκόχροος — γλαυκόχροος, ο, η (Α) αυτός που έχει γλαυκό χρώμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γλαυκός + χροος < χρως «χρώμα»] … Dictionary of Greek
οστρακόχρους — ὀστρακόχρους, ουν και οος, οον (Α) αυτός που έχει σκληρό δέρμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + χρώς, χροός «επιδερμίδα» (πρβλ. γλαυκό χρους] … Dictionary of Greek