1 Δηωος
Древнегреческо-русский словарь > Δηωος
2 Δηώης
Morphologia Graeca > Δηώης
3 Δηῴης
Morphologia Graeca > Δηῴης
4 Δηώ
Ἐλευσινίας Δηοῦς ἐν κόλποις S.Ant. 1121
Δηοῖ Call.Ap. 110
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Δηώ
δηώος — δηῷος, α, ον (Α) [Δηώ] ο αφιερωμένος στη Δήμητρα … Dictionary of Greek
Δηῴης — Δηῴ̱ης , Δηῷος Demeter fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)