-
121 λοχμωδης
-
122 μαχη
дор. μάχα (ᾰ) ἥ1) бой, сражение, битваδιὰ μάχης τινὴ ἀπικέσθαι Her. (ἐλθεῖν или μολεῖν Eur.), εἰς μάχην τινὴ ἐπεξιέναι, πρός τινα ἐλθεῖν или μολεῖν Eur., μάχην τινι συνάπτειν Aesch., συμβάλλειν Eur., τίθεσθαι и ἀρτύνειν Hom., ποιεῖσθαι Soph., Xen. — вступать в бой с кем-л.;
μάχην μάχεσθαι Hom. — вести бой, биться, сражаться;μάχῃ κρατεῖν Eur. — одолеть в бою;μάχην νικᾶν Xen. — выиграть сражение;μ. Αἴαντος Hom. — бой (единоборство) с Эантом;μ. ἀπ΄ ἵππων Her. — конное сражение2) спор, ссора(ἔρις τε μάχαι τε Hom.; μάχας ἐν λόγοις ποιεῖσθαι Plat.; μάχαι νομικαί NT.)
3) драка(περί τινος Xen.)
4) борьба, состязание Pind.5) способ сражаться, боевая тактика6) поле сражения, место боя(ἥ ὁδὸς ἐξ Ἐφέσου μέχρι τῆς μάχης Xen.)
7) филос. противоречие Sext. -
123 μεθοδος
ἥ1) путь исследования или познания, метод(ἥ διαλεκτικέ μ. Plat.)
2) теория, учениеἡ τοῦ κινεῖσθαι μ. Plat. — учение о движении
3) исследование, трактат Arst.4) прием, уловка Plut. -
124 ναιω
I(aor. ἔνασσα; pass.: aor. ἐνάσθην, pf. νένασμαι; эп. inf. ναιέμεν)1) жить, проживать, обитать(κατὰ πτόλιν, ἐν πόλει, περὴ ὄρος, παρὰ ποταμόν, Φρυγίῃ Hom.; πρὸς Ἡλίου πηγαῖς Aesch.; ἐπὴ ξένῳ χθονί Eur.)
2) населять(Τροίην Hom.; πόλιν Pind.)
3) поселять, селить(ἐν Ἄργει τινά Pind.)
; med.-pass. селиться(πατέρ ἐμὸς Ἄργεϊ νάσθη Hom.; νάσσατο ἄγχ΄ Ἑλικῶνος ἐνί κώμῃ Hes.)
4) быть расположенным, находиться(αἵ ναίουσι πέρην ἁλός, sc. νῆσοι Hom.; ὁδὸς ἐγγύθι ναίει Hes.): (θεοὴ)
, ὅσοιπερ πρόπυλα ναίουσιν τάδε Soph. изображения богов, которые находятся в этих пропилеях; ἥ σοὴ δ΄ ὁμοῦ ναίουσα (ὀργή) Soph. обуревающая тебя злоба5) воздвигать, строитьIIэп. = νάω См. ναω -
125 ξενικος
1) касающийся иностранцевξενικὰ ἁμαρτήματα Plat. — преступления против иноземцев;
ξενικὸν ἀστικόν θ΄ ἅμα μίασμα Aesch. — преступление как против законов о чужеземцах, так и против законов внутренних2) воен. набираемый из иностранцев, наемный(νῆες Thuc.; ξ. στρατός Her.)
3) покровительствующий чужеземцам, охраняющий законы гостеприимства(θεός Plat.)
4) гостеприимный, радушный(τράπεζα Aeschin.)
5) чужеземный, иностранный, чужой(νομαῖα ἱρά Her.; λόγοι Arph.; ἱκτῆρες Eur.; ὀνόματα Plat.; μύρα καὴ πέμματα Plut.)
6) международный, т.е. общедоступный(ὁδός Plut.)
-
126 ξυμβαλλω
(fut. συμβαλῶ, aor. συνέβαλεν, pf. συμβέβληκα; pass.: aor. συνεβλήθην, pf. συμβέβλημαι) тж. med.1) накоплять, собирать, насыпатьκριθαὴ ἵπποις συμβεβλημέναι πολλαί Xen. — большие запасы ячменя для лошадей;
ξ. τι εἰς ταὐτόν Plat. — сводить к одному;συμβάλλεσθαι χρήματα Xen. — собирать между собой деньги2) присоединять, добавлятьδάκρυα δάκρυσι σ. Eur. — непрерывно лить слезы;
μέρος συμβάλλεσθαι πρός и εἴς τι Plat. или τινος Dem. — присоединять свою долю к чему-л., перен. содействовать чему-л.;ξυμβάλλεσθαι γνώμην περί τινος Plat. — высказывать мнение о чем-л.3) подавать, оказывать(βοήθειάν τινι Plat.)
4) med. содействовать, способствовать(εἴς τι Xen., Plat.)
5) med. договариваться, уславливаться, приходить к соглашениюξυμβαλέσθαι ποττὼς (= πρὸς τοὺς) Ἀργείως Thuc. — заключить соглашение с аргивянами;
συνεβάλοντο λόφον, εἰς ὃν δέοι πάντας ἁλίζεσθαι Xen. — договорились о холме, на котором все должны были собраться6) соединятьβλέφαρα συμβαλεῖν ὕπνῳ Aesch. — смежить вежды во сне;συμβαλεῖν τὸ ὄμμα Aesch. — закрыть глаза (ср. 17);δεξιὰς συμβαλεῖν ἀλλήλοισι Eur. — обменяться рукопожатием7) обменивать(ся)σ. πρὸς ἀλλήλους ἱμάτια Arph. — обмениваться одеждами;
σ. λόγους τινί Eur. — беседовать с кем-л.;τὰ ἀγοραῖα ξυμβολαίων πρὸς ἀλλήλους σ. Plat. — находиться в торговых взаимоотношениях;σ. ἔπη κακά Soph. — отвечать бранью на брань;σ. ἔχθραν τινί Eur. — быть во вражде с кем-л.;συμβαλέσθαι λόγους περί τινος Xen. — побеседовать о чем-л.;ξενίαν ξυμβαλέσθαι Xen. — быть связанным между собою узами гостеприимства8) переговариваться, разговаривать, беседовать(τινί Plut., NT.)
9) ( о военных действиях) начинать, завязывать(πολεμον καὴ δηϊοτῆτα Hom.; ξυμβαλὼν μάχην τινί Eur.)
10) одалживать, ссужать Isocr.δανεισμῷ σ. Plat. — ссужать под проценты;
συμβόλαιον εἴς τι συμβεβλημένον Dem. — ссуда, данная под залог чего-л.;ὅ συμβαλών Dem. — заимодавец11) сталкивать, ударять друг о друга(ἀσπίδας Eur., Arph.)
12) ссорить(ἄνδρας φίλους Xen.)
συμβαλεῖν Ἀλέξανδρον ἐν μέσσῳ καὴ Μενέλαον Hom. — вывести на единоборство Александра и Менелая;σ. σκύμνον λέοντος σκύλακι κυνός Her. — натравливать львенка на щенка;τοὺς ἀλεκτρυόνας σ. Xen. — стравливать петухов13) сопоставлять, сравнивать14) предполагать, заключать, догадыватьсяοὐκ εὔγνωστα συμβαλὼν ἔχω Eur. — я не в состоянии предположить ничего достоверного;
τῷ δὲ τοῦτο συμβαλὼν ἔχεις ; Soph. — из чего ты делаешь это заключение?;οὐδ΄ ἔχω συμβαλέσθαι Her. — не могу догадаться;τῇδε συμβαλλόμενος Her. — придя к следующему заключению15) прикидывать, определять, оценивать(ἥ ὁδὸς ἀνὰ διηκόσια στάδια συμβέβληταί μοι Her.)
ἐπὴ δακτύλων συμβάλλεσθαί τι Her. — считать что-л. по пальцам16) истолковывать, объяснять(τέν μαντείαν Plut.)
συμβάλλεσθαι περί τινος Xen. etc. — высказываться о чем-л.;οὐκ εἶχον συμβαλέσθαι τὸ πρῆγμα Her. — они не могли объяснить себе происшедшего;τὰ λεγόμενα συμβάλλεσθαι Her. — обдумывать сказанное17) встречаться, сходиться(τὼ δ΄ ἐν Μεσσήνῃ ξυμβλήτην ἀλλήλοιϊν Hom.)
πολεμίοισι συμβαλεῖν Eur. — встретиться с врагами;ἔνθα δίστομοι συμβάλλουσιν ὁδοί Soph. — здесь встречаются оба пути;ποῖον ὄμμα συμβαλῶ ; Eur. — какими глазами я взгляну (на нее)? (ср. 6);οὕτω ἐχρῆτο τοῖς συμβάλλουσι Plut. — так он поступал с теми, с кем имел дело;συμβαλεῖν μάχεσθαι и εἰς μάχην Polyb., Hom.; — сойтись для боя;ὅ δὲ ξύμβλητο Νέστωρ Hom. — (им) повстречался Нестор;ὅτε κεν συμβλήσεαι αὐτῷ Hom. — если ты когда-л. встретишься с ним18) сходиться для боя, схватываться, завязывать бой(τινί Her., Aesch., Polyb. и πρός τινα Xen.)
-
127 ξυμπας
σύμπᾱσα, σύμπᾰν весь целиком, в совокупности(στρατός Soph.; πόλις Plat.; ὁδός Xen.)
αἰῶνα τὸν ξύμπαντα Eur. — в течение всей жизни;πέντ΄ ἦσαν οἱ ξύμπαντες Soph. — всех их было пятеро;ἥ ξύμπασα γνώμη τῶν λεχθέντων Thuc. — главное содержание сказанного - см. тж. σύμπαν, σύμπαντα и σύμπασα -
128 οδοποιεω
1) (тж. ὁδὸν ὁ. Xen.) прокладывать путь(εἰς τοὺς τόπους Plat.; τινι πρός τι Plut.)
2) делать проезжим, проторять(τὰ ἄβατα Luc.)
3) ремонтировать или выравнивать дорогу(ὁδὸς ὡδοποιημένος или ὡδοπεποιημένος Xen.)
4) перен. указывать путь(τινι Arst.)
См. также в других словарях:
ὁδός — 1 way masc nom sg ὁδός 2 way fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
οδός — Ο όρος υποδηλώνει συνοπτικά μία ζώνη εδάφους η οποία έχει προετοιμαστεί κατάλληλα για να διευκολύνει τη μεταφορά πεζών και οχημάτων και για να εξυπηρετεί τις μεταφορές και τη συγκοινωνία μεταξύ των διάφορων σημείων μιας περιοχής ή ενός οικισμού.… … Dictionary of Greek
οδός — η 1. δρόμος. 2. μέθοδος, τρόπος ενέργειας, μέσο: Πρέπει να ακολουθήσεις τη νόμιμη οδό για τη λύση του προβλήματός σου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὀδός — οὐδός 1 threshold masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ιερά οδός — Η αρχαία οδική αρτηρία που συνέδεε την Αθήνα με την Ελευσίνα. Ονομάστηκε Ιερά επειδή από εκεί περνούσε η πομπή των Μεγάλων Ελευσινίων. Η αφετηρία της βρίσκεται στην Ιερά Πύλη στον Κεραμεικό και ακολουθεί σχεδόν στα ίχνη του σημερινού ομώνυμου… … Dictionary of Greek
Εγνατία οδός — I (Via Egnatia). Ρωμαϊκή οδός στρατιωτικής και εμπορικής σημασίας, που κατασκευάστηκε κατά τα τέλη του 2ου αι. π.Χ., ενώνοντας τη Δύση με την Ανατολή. Είχε μήκος περίπου 800 χλμ., ξεκινούσε από την Απολλωνία και το Δυρράχιο, στις ακτές της… … Dictionary of Greek
Αππία Οδός — Η αρχαία οδός που οδηγούσε από τη Ρώμη στην Καμπανία και την Κάτω Ιταλία. Ο Στάτιος την ονομάζει βασίλισσα των οδών. Κατασκευάστηκε στα χρόνια του κήνσορα Αππίου Κλαύδιου Καίκου, περίπου το 312 π.Χ. Για τη διατήρησή της φρόντισε ο Γάιος Γράκχος,… … Dictionary of Greek
αγροτική οδός ή αγροτικός δρόμος — Ο δρόμος που περνάει μέσα από αγροτικές εκτάσεις, με σκοπό την εξυπηρέτηση των αγροτών. Το ρωμαϊκό δίκαιο, ανάλογα με τα δικαιώματα που παρείχε στις οδικές δουλείες (εμπράγματα δικαιώματα), διέκρινε τις α.ο. σε: α) μονοπάτια (iter), απ’ όπου… … Dictionary of Greek
Αιμιλία οδός — (Via Aemilia). Μεγάλος δρόμος της Ιταλίας στην αρχαιότητα, που ξεκινούσε από την Πλακεντία και έφτανε έως το Αρμίνιο, όπου ενωνόταν με τη Φλαμινία οδό, που οδηγούσε στη Ρώμη. Η κατασκευή της τελείωσε το 187 π.Χ. και πήρε το όνομά της από τον… … Dictionary of Greek
ὁδοῖν — ὁδός 1 way masc gen/dat dual ὁδός 2 way fem gen/dat dual … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὁδοί — ὁδός 1 way masc nom/voc pl ὁδός 2 way fem nom/voc pl ὁδόω lead by the right way pres subj mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres ind mp 2nd sg ὁδόω lead by the right way pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)