-
1 στίλβω
Grammatical information: v.Meaning: `to shine, to gleam, to shimmer'(Il.)Other forms: Aor. στίλψαι (rare a. late) (esp. ep. poet. Il., late prose).Compounds: Also w. ἀπο- a.o.Derivatives: 1. στίλβ-η f. `lamp' (com.), Άττικοὶ δε ἔσοπτρον H. 2. - ηδών, - όνος f. `brilliance, shimmer' (Thphr., Phld. a.o.; cf. λαμπηδών). 3. στίλψις f. `the sparkling' (Tz.). 4. στιλβ-άς (γῆ) `shimmering' (late). 5. - αῖος = coloratus (gloss.). 6. - ηδόν adv. `gleaming, sparkling' (Suid.). 7. - ων, - οντος a. - ωνος m. name of the planet Mercury (Arist. a.o.; Scherer Gestirnnamen 89 f.), also PN as Στίλπων. 8. στιλβός `gleaming' (Gal.) with - ότης f. (v. l. for στιλπνότης Plu.), - όω `to make shine' (LXX, Dsc.), from which - ωσις, - ωμα, - ωθρον, - ωτής (LXX, Dsc. a..). -- Beside it στιλπνός `shining, sparkling' (Ξ 351, Arist. a.o.) with - ότης (Gal., Plu. a.o.), - όω `to polish' (Arr., Gal.) with - ωτής (Lyd.); cf. θαλπνός, τερπνός a.o.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Unexplained. As a sequence - ilb\/p- for the Indo-European phonological system is unacceptable, the word can at least in this form not have been inherited. A more than uncertain combination with a Celt. word for `eye, aspect', Ir. sell, sellaim etc., in Fick 2, 313 a.o. (s. Bq and WP. 2, 646, Pok. 1035). Not better Machek Rev. et. slav. 23, 63 and Listy filol. 72, 72 f. (to Russ. blistátь `gleam'). -- Furnée 154 assumes στιλπ- beside στιλβ-, because of στιλπνός and Στίλπων. So the word seems Pre-Greek.Page in Frisk: 2,798-799Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > στίλβω
См. также в других словарях:
πτηνός — ή, ό(ν) ΜΑ, θηλ. και ός, και δωρ. τ. πτανός, ά, όν, Α 1. αυτός που έχει την ικανότητα να πετά, ο φτερωτός (α. «Διὸς δὲ τοι πτηνὸς κύων, δαφοινὸς ἀετός», Αισχύλ. β. «θηροβολοῡντα πτηνοῑς ἰοῑς», Σοφ.) 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ πτηνόν ζωολ. βλ. πτηνό… … Dictionary of Greek
στίλβω — ΝΑ εκπέμπω λάμψη, ακτινοβολώ, αστράφτω, γυαλίζω (α. «χιτῶνας... ἧκα στίλβοντας ἐλαίῳ», Ομ. Ιλ. β. «ὀμμάτων στίλβειν ἄπο... φλόγα», Βάκχ. γ. «στήθεα... στίλβοντα», Θεόκρ.) αρχ. 1. κάνω κάτι στιλπνό («στίλβει πρόσωπον», Διοσκ.) 2. μτφ. είμαι… … Dictionary of Greek
στιλπνός — ή, ό / στιλπνός, ή, όν, ΝΑ αυτός που στίλβει, που λάμπει, αστραφτερός, λαμπρός, λαμπερός, γυαλιστερός. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. στιλπ (βλ. λ. στίλβω) + επίθημα νός (πρβλ. τερπ νός)] … Dictionary of Greek
στράβων — Αρχαίος Έλληνας γεωγράφος και ιστορικός (Αμάσεια του Πόντου γύρω στα 63 π.Χ. – μετά το 21 μ.Χ.). Ακούραστος ταξιδευτής, επισκέφτηκε σχεδόν όλο τον τότε γνωστό κόσμο. Έπειτα από ένα έργο που δεν σώθηκε (Ιστορικά υπομνήματα, σε 4 βιβλία) όπου… … Dictionary of Greek
στυγώ — έω, Α 1. αποστρέφομαι κάποιον πολύ και τό δείχνω, σε αντιδιαστολή προς το μισώ, που δηλώνει απλώς το συναίσθημα τής αντιπάθειας χωρίς την έμπρακτη έκφρασή της 2. καθιστώ κάτι μισητό ή επίφοβο 3. (με απρμφ.) αποφεύγω ή φοβάμαι να πράξω κάτι.… … Dictionary of Greek
φαύνος — Ρωμαϊκός θεός του δάσους (λεγόταν και Σιλουανός από το λατινικό silva = δάσος), προστάτης κυρίως των βοσκών, όμοιος με τον ελληνικό Πάνα. Μια σπουδαία ρωμαϊκή γιορτή, τα Λουπερκάλια, γινόταν προς τιμή του. Ο Φ. εικονίζεται γενειοφόρος, να κρατά… … Dictionary of Greek