-
1 ιστορίας
ἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem acc plἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
2 ἱστορίας
ἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem acc plἱστορίᾱς, ἱστορίαinquiry: fem gen sg (attic doric aeolic) -
3 πραγματικός
πραγματικός, geschäftig, ὁ πραγματικός, in Geschäften erfahren, Geschäftsmann, bes. bei Sp. Rechtsgelehrter, Anwalt, Quint. 3, 6, 58. 12, 3, 4; der den Rednern u. Sachwaltern die Rechtsgründe an die Hand gab, auf welche sie ihre Reden gründeten, Cic. de orat. 1, 45, überh. sachkundig, erfahren, ad Att. 2, 20; öffentliche, Staatsgeschäfte betreibend, Pol. 7, 12, 2 u. öfter; bes. in Staatsgeschäften erfahren, εἰ βασιλέως πραγματικοῦ φρένας ἔχεις, 7, 11, 2; aber auch die römische Legion nennt er ἀήττητα καὶ πραγματικὰ πλήϑη, 1, 35, 5. Er vrbdt auch ὁ πραγματικὸς τρόπος τῆς ἱστορίας, 9, 2, 4, wie ὁ τῆς πραγματικῆς ἱστορίας τρόπος, 1, 2, 8, u. bezeichnet. seine Geschichte als eine pragmatische, im Ggstz der Geschichte der fabelhaften u. Heroenzeit (vgl. Plut. Galb. 2); auch = thatkräftig, Etwas auszurichten im Stande, ἐπίϑεσις, 5, 5, 4, λόγοι ἀνδρώδεις καὶ πραγματικοί, 36, 3, 1, u. öfter; auch das adv. braucht er häufig, geschickt, kundig, kräftig, λογίζεσϑαι, διανοεῖσϑαι, 3, 80, 5. 4, 50, 11, καὶ νουνεχῶς, 2, 13, 1.
-
4 περι-γίγνομαι
περι-γίγνομαι, ion. u. spätere Form - γίνομαι (s. γίγνομαι), – 1) darüber werden, -kommen, überlegen sein, τινός, Einem, ὅσσον περιγιγνόμεϑ' ἄλλων, Od. 8, 102; u. mit dem dat. der Sache, μήτι, an Klugheit, ἡνίοχος περιγίγνεται ἡνιόχοιο, Il. 23, 318; absolut, Her. 1, 214. 6, 109; π ολυτροπίῃ τοῠ βασιλῆος περιγενέσϑαι, 2, 121, 5, wie 1, 207 u. sonst; auch c. acc. der Person, τοὺς Ἕλληνας, 9, 2, zw.; περιγενόμενοι τῇ μάχῃ, Thuc. 8, 16; Plat. vrbdt περιγίγνεσϑαι καὶ πλεονεκτεῖν τῶν ἐχϑρῶν, Rep. II, 362 b; τινός, Prot. 343 c; τῷ πολέμῳ, Menez. 242 e; τάχει τοσοῠτον περιεγένου αὐτοῠ, Xen. Cyr. 3, 1, 19 u. öfter; Pol. u. a. Sp. – 2) übrigseinod. blei den, am Leben bleiben, überleben; absolut, Her. 1, 122; συλλαβὼν τῆς στρατιῆς τοὺς περιγινομένο υς, 5, 46; auch αἱ νῆες περιεγεγόνεσαν, 8, 93, die Schiffe waren übrig geblieben, gerettet; u. c. gen., περιεγένετο τούτο υ τοῠ πάϑεος, er überlebte, rettete sich aus dieser Niederlage, 5, 46; συγκατοικίσαι δὲ καὶ Λεοντίνους, ἤν τι περιγίγνηται αὐτοῖς τοῦ πολέμο υ, Thuc. 6, 8; ἐκ τῶν μεγίστων, 2, 49; ἐὰν περιγίγνηταί τις τῶν υἱέων αὐτῷ, Plat. Legg. XI, 923 c; τῆς δίκης, davonkommen, Legg. X, 905 a; dah. als Ergebniß wovon übrig bleiben, τὰ περιγιγνόμενα τῇ πόλει ἀπονέμων, Legg. V, 745 a; περιεγένετο, ὥςτε καλῶς ἔχειν, es kam dahin, hatte solchen Ausgang, lief Alles gut ab, Xen. An. 5, 8, 26; vgl. περιγίγνεται ἡμῖν τοῖς μέλλουσιν ἀλγεινοῖς μὴ προκάμνειν, Thuc. 2, 39; ἡ ἐκ τῆς ἱστορίας περιγιγνομένη ἐμπειρία, die sich aus der Geschichte ergiebt, Pol. 1, 35, 9; ἐκ φιλοσοφίας ἔφησεν αὑτῷ περιγεγονέναι τὸ μηδὲν ϑα υμάζειν, Plut. de audit. 8 A.; τὰ ἐκ τῆς ἀναιο χυντίας περιγιγνόμενα, Luc. Pseudol. 30.
-
5 τριβή
τριβή, ἡ, das Reiben, Abreiben, Beschädigen, κτεάνων Aesch. Ch. 931. – Gew. übertr., die Uebung, durch Uebung erlangte Geschicklichkeit, Sp. – Das Betreiben einer Sache, die Beschäftigung womit; οὐκ ἔστι τέχνη, ἀλλ' ἄτεχνος τριβή, ein kunstloses Treiben, Plat. Phaedr. 260 e, der ἐμπειρία καὶ τριβή der τέχνη entggstzt, ib. 270 b, vgl. Gorg. 463 b; Xen. An. 5, 6, 15, Uebung; τὰ μὲν ἐκ τριβῆς, τὰ δ' ἐξ ἱστορίας, τὰ δὲ κατ' ἐμπειρίαν μεϑοδικὴν ϑεωρεῖται, Pol. 9, 14, 1; auch τριβὴν ἔχειν ἐν τοῖς πολεμικοῖς, 1, 32, 1; auch Sorge, φίλον Ὀρέστην, τῆς ἐμῆς ψυχῆς τριβήν, Aesch. Ch. 738. – Aufschub, Verweilen, auch Unterhaltung, Zeitvertreib; Aesch. Prom. 642; μὴ τριβὰς ἔτι, Soph. Ant. 573; οὐ μακροῦ χρόνου τριβή, 1065, vgl. O. R. 1160; βίος οὐκ ἄχαρις εἰς τὴν τριβήν, Ar. Av. 156, vgl. Ach. 363; τριβῆς ἕνεκα καὶ ἀνακωχῆς, Thuc. 8, 87; χρόνου τριβή, Länge der Zeit, Plat. Rep. VI, 493 b; τριβὴν λαμβάνει ὁ πόλεμος, Pol. 1, 20, 9, er wird in die Länge gezogen.
-
6 κτίσις
κτίσις, ἡ, Anbauung, Ansiedlung, Gründung, bes. πόλεων, Pol. 10, 24, 3; ὁ περὶ τὰς ἀποικίας καὶ κτίσεις καὶ συγγενείας τρόπος τῆς ἱστορίας 9, 1, 4, öfter; ὁ περὶ τὴν κτίσιν τῶν ἀποικιῶν πόλεμος Isocr. 12, 190; Strab. oft. – Das Schaffen, τοῠ κόσμου, N. T.; übh. Bewerkstelligen, Machen, Sp.; das Unternehmen, Pind. Ol. 13, 83.
-
7 κατα-τάσσω
κατα-τάσσω, aufstellen, ordnen, στρατιάν Xen. Cyr. 3, 3, 11; vom Range, αὐτὴν ἐν ταύτῃ τῇ χώρᾳ κατατάττομεν Oec. 9, 13; vgl. Ath. VIII, 335 c; εἰς Καρχηδόνα τινὰς κατέταξεν, ordnete sie dort ein, wies ihnen dort ihren Platz an, Pol. 3, 33, 12; εἰς τάξιν Lys. 13, 82, wie Plat. Legg. XII, 945 a; in einer Schrift Etwas aufstellen, anführen, εἰς τὴν ἀπόκρισιν Pol. 26, 3, 7, ἐν τοῖς ὑπομνήμασιν 2, 47, 11, πολλὰ τῷ συγγραφεῖ τοιαῦτα παρ' ὅλην τὴν πραγματείαν κατατέτακται 8, 11, 5, er hat Viel dergleichen aufgeführt, geschrieben; τὰς ἱστορίας ἐν αἷς κατατετάχει τὰς πράξεις Δίωνος D. L. 4, 5. – Bei Clem. Al. auch = verdauen.
-
8 κηλῑδόω
κηλῑδόω, beflecken, beschmutzen, pass. ἱμάτια Arist. de insomn. 2; κηλιδοῦσϑαι, Flecken bekommen, D. C. 77, 11; übertr., δεσμοῖσι διὰ τυραννίδας πατέρας ἐκηλίδωσαν ϑεοί Eur. Herc. F. 1318; τὼς ἁγιωτάτως τόπως ἐκαλίδωσαν Ecphant. Stob. fl. 48, 64; τὸν τῆς ἱστορίας ὄγκον Dio Cass. 72, 18; adj. verb., Suid.
-
9 λόγιος
λόγιος, 1) der Rede kundig, beredt, Plut. Pomp. 51; bes. Beiwort des Hermes, als des Gottes der Redekunst, Luc. u. a. Sp., auch allein, τῷ λογίῳ ϑύσομεν, Luc. pro merc. cond. 2, wie ὁ λογιώτατος ϑεῶν ἁπάντων Gall. 2. – Uebh. gelehrt, wissenschaftlich gebildet, Her. 1, 1. 2, 77. 4, 46, bes. von den Geschichtskundigen, im Ggstz der epischen Sänger und Rhapsoden, wie Hesych. erkl. ἱστορίας ἔμπειρος; vgl. Pol. οἱ λογιώτατοι τῶν συγγραφέων, 6, 45, 1; Arist., der seine Schüler λογίους, den Theophr. λογιώτατον nannte, Strab. XIII p. 919; λόγιος περὶ τὴν φύσιν, Arist. pol. 2, 8. Bei Plut. Syll. 7 scheinen Τυῤῥηνῶν οἱ λόγιοι die Wahrsager zu sein, vgl. λόγιον u. Arr. An. 7, 16, 8. – 2) im Ggstz von ἀοιδός ist λόγιος der sich der gewöhnlichen, prosaischen Rede Bedienende, καὶ ἀοιδοί, Pind. P. 1, 94 u. N. 6, 47, die bei den Festschmäusen nicht durch Gesang, sondern durch prosaische Unterhaltung, Erzählungen ergötzten. – 3) Später heißen so bes, die Dialektiker. – Auch übh. ein kluger, gewandter, im praktischen Leben erfahrener Mann, Eur. Ion 602. – Nach Demetr. Phalar. 38 nannte man auch später λόγιος im Styl, was früher μεγαλοπρεπές geheißen.
-
10 λαμβάνω
λαμβάνω ( ΛΑΒ), fut. λήψομαι, ion. λάμψομαι, Her. z. B. 1, 199; dor. λαψοῦμαι, λαψῇ, Theocr. 1, 4. 10; λήμψεται, Matth. 10, 41; – aor. ἔλαβον, ep. auch ἔλλαβον, u. in der iterativen Form λάβεσκον, Her. 4, 78; imper. λαβέ, u. im med. λελαβέσϑαι, Od. 4, 388; – perf. εἴληφα u. εἴ. λημμαι, ion. λελάβηκα, Her. 3, 42. 4, 79. 8, 122, u. λέλαμμαι, Her.; auch λέλημμαι, bei Aesch. Ag. 850, l. d.; Soph. in Cram. Anecd. Ox. 1, p. 268, 22; Eur. Cycl. 433, Ion 1113 ( διαλελημμένον, Ar. Eccl. 10901; – aor. pass. ἐλήφϑην, ion. ἐλάμφϑην, Her.; – nehmen, sowohl freiwillig Gegebenes, als mit Gewalt. – 1) fassen, anfassen, ergreifen, χειρὶ χεῖρα λαβεῖν, Il. 21, 286; so τάδ' ἐν χεροῖν στέφη λαβοῦσα, Soph. O. R. 913; χρυσέαν χείρεσσι λαβὼν φιάλαν, Pind. P. 4, 193; so λάβε γούνατα, Il. 24, 465; oft steht neben dem accus. od. auch allein ein genit., den Theil ausdrückend, der angefaßt wird, κόρυϑος λάβεν, Il. 3, 369; Ἕκτωρ μὲν κεφαλῆφιν ἐπεὶ λάβεν, οὐχὶ μεϑίει, 16, 762; ποδῶν, γούνων, 1, 407. 18, 155; τὴν πτέρυγος λάβεν, d. i. er faßte den Vogel am Flügel, 2, 316; γούνων λαβὼν κούρην, die Jungfrau an den Knieen umfassend, wie es Schutzflehende thun, Od. 6, 142; auch ἀγκὰς λαβέτην ἀλλήλων, sie faßten sich einander mit den Armen, Il. 23, 711. Einzeln so auch bei Folgdn, λαβὼν Πολυξένην χερός Eur. Hec. 523, φάσ γανον κώπης 543; ἔλαβον τῆς ζώνης τὸν Ὀρόντην Xen. An. 1, 6, 10. Vgl. unten das med. – Häufiger mit dem bloßen accus., ergreifen, fassen, ἔγχος, σκῆπτρον, Soph. Ai. 279 El. 402; παῖδα ἐν ἀγκάλῃσι, Eur. Hipp. 1431; ἐν χεροῖν δέπας, Hec. 527; auch πρᾶγμα ἐς χέρας, 1242, wie δύναμιν, Suppl. 235; δόλῳ Φιλοκτήτην, Soph. Phil. 101; καὶ νῦν ἄγει με διὰ χερῶν οὕτω λαβών, Ant. 916; Ar. Av. 1055 u. sonst. – Auch ἄγραν ποσίν, ergreifen, erreichen, Pind. N. 3, 77. – Bes. auch im feindlichen Sinne, ergreifen, packen, Il. 5, 159. 11, 126, wie Od. 4, 388, τὸν εἴ πως σὺ δύναιο λοχησάμενος λελαβέσϑαι, auch das med. steht; auch = Beute machen, rauben, ἐκ πόλιος δ' ἀλόχους καὶ κτήματα πολλὰ λαβόντες Od. 9, 41; σκῠλα, Soph. Phil. 1431; – erwischen, ertappen über der That, ποίῳ λαβών σε Ζεὺς ἐπ' αἰτιάματι Aesch. Prom. 194; ζητῶν τὸν αὐτόχειρα τοῦ φόνου λαβεῖν Soph. O. R. 266; oft mit darauf folgdm partic., κἂν λάβῃς μ' ἐψευσμένον, O. R. 461; auch pass., δρῶσ' ἐλήφϑης, du wurdest bei der That ertappt, Trach. 805; im guten Sinne, antreffen, erfinden, οὐκ ἂν λάβοις μου μᾶλλον οὐδέν' εὐσεβῆ Phil. 1040; Ἑλλάδα κακίστην λαμβάνων εἰς παῖδ' ἐμόν Eur. Herc. Fur. 223; μή νυν ἐγὼ 'ν τοῖσι δικασταῖς κλέπτοντα Κλέωνα λάβοιμι Ar. Vesp. 759; in Prosa, Her. 2, 89. 7, 239; Plat. Gorg. 488; τινὰ ψευδόμενον, Rep. III, 389 c; ἐὰν ληφϑῇ τις ἐπιβουλεύων Gorg. 473 b; δίκην δοῦναι ὑπὲρ ὧν εἴληψαι πεποιηκώς Din. 1, 103; Dem. 21, 189, u. A. so ἐπ' αὐτοφώρῳ. – Von der Gottheit, Einen ergreifen, ihn begeistern, Her. 4, 79, u. öfter im pass. – Auch von Gemüthszuständen, wie von Zuständen des Leibes, bes. krankhaften, sagt man μένος ἔλλαβε ϑυμόν, Il. 23, 468, Ἀτρείωνα δ' ἔπειτα χόλος λάβε, 1, 387, Wuth, Zorn erfaßte ihn, u. so oft bei ἄλγος, ἀμφασίη, ἄτη, ἄχος, πένϑος, τρόμος, φόβος, wie ἔρως, ϑαῦμα, ἵμερος, ὕπνος, νόσος u. ä.; auch in Prosa, Her. ἔλαβέ με πόϑος, 1, 165; φϑόνος καὶ ἵμερος, 6, 137; λαμβάνει με δέος, Plat. Legg. III, 699 d; ἄχος αὐτὸν ἔλαβε Xen. Cyr. 5, 5, 6; λαμβάνει τὸ στράτευμα ἔνδεια An. 1, 10, 18. – Aber auch umgekehrt, wie bei uns »Muth fassen«, ϑυμὸν ἐνὶ στήϑεσσι, Od. 10, 461; σϑένος λ., Soph. El. 334, φόβον, O. C. 729; ὀργήν, Eur. Suppl. 1050; bes. ἐλπίδα, Hoffnung fassen, Xen. Cyr. 4, 6, 7 u. sonst. – Uebertr., mit dem Geist erfassen, begreifen, μαιομένων μεγάλαν ἀρετὰν ϑυμῷ λαβεῖν Pind. Ol. 8, 6; νόῳ λαβὼν καὶ τοῦτο, im Geiste überlegend, Her. 3, 51 u. öfter; φρενὶ λαβόντες τὸν λόγον 9, 10; τὸ μάϑημα ἐν αὐτῇ τῇ ψυχῇ λαβόντα Plat. Prot. 314 b; τῇ διανοίᾳ Parm. 143 a; ταῦτα πάντα λογισμῷ λαβών Rep. VI, 496 b; νῷ καὶ διανοήματι Legg. X, 898 e, wofür Ath. VIII, 364 a ἐπὶ νοῦν οὐ λαμβάνοντες τὰ εἰρημένα gesagt ist. – Dah. übh. erfassen, wie bildlich Plat. Theaet. 199 e gesagt ist τὸν ϑηρεύοντα τότε μὲν ἐπιστήμην λαβόντα, vgl. 208 d, öfter; vgl. noch τὴν αἰτίαν τῆς τῶν πτερῶν ἀποβολῆς λάβωμεν Phaedr. 246 d; auch Sp., wie Pol. 2, 35, 8 λαμβάνειν πρὸ ὀφϑαλμῶν sagt, sich vor Augen stellen, betrachten. – 2) daran reiht sich die allgemeine Bdtg einnehmen, erreichen, erlangen, wonach man strebt, κλέος λαβεῖν, Ruhm erwerben, Od. 1, 298, wie Eur. El. 1084; Soph. Phil. 1331; κτῆμα τῆς νίκης, 81; ἀλκὴν λάβοις ἂν κἀνακούφισιν πόνων, O. R. 218; auch προϑυμίαν, φρόνησιν, Trach. 670 Phil. 1078; auch ψόγον, Eur. Hel. 852; γέλωτ' ἐν αὐτοῖς μωρίαν τε λήψομαι Ion 600; ϑέαν, Soph. Phil. 652; Ertrag, Frucht, Nutzen ziehen von Etwas, οὔτ' οἶνον οὔτ' ἄλλ' οὐδὲν ἐκ τοῦ χωρίου Ar. Nubb. 1123; Xen. Hem. 2, 7, 2; ähnl. τὸ χρήσιμον καὶ τὸ τερπνὸν ἐκ τῆς ἱστορίας λαβεῖν Pol. 1, 4, 11. – So auch δίκην, ποινάς, Eur. Bacch. 1313 Troad. 360 u. Folgde; παρά τινος, Lys. 4, a. E.; τιμωρίας, Pol. 37, 2, 7 (vgl. auch unten 3); – τὴν Ἴδην ἐς ἀριστερὴν χέρα, Her. 7, 42, das Idagebirge auf die linke Hand bekommen, so marschiren, daß das Gebirge links liegen bleibt. – Auch geradezu kaufen, λαμβάνειν τι ὀβολοῦ, Ar. Ran. 1236 u. öfter; πόϑεν ἄν τις τοῦτο τὸ χρῖσμα λάβοι; Xen. Conv. 2, 4. – 3) freundlich, gastlich aufnehmen, Od. 7, 255, vgl. Il. 11, 842; τὸν ἱκέτην, Soph. O. C. 284. – 4) bei den Dialektikern, annehmen für Etwas, als ausgemacht annehmen, Arist. u. Sp. – Dah. = erklären, bestimmen, ὀρϑῶς τὸν φιλοκερδῆ Plat. Hipparch. 227 c; – aufnehmen, ἐν χάριτι καὶ δωρεᾷ, als Geschenk mit Dank, Pol. 1, 36, 6; ὀργῇ καὶ φόβῳ τὸ γεγονός, Plut. Alc. 18; τοῦτο πρὸς ἀτιμίαν ὁ δῆμος ἔλαβεν, legte es so aus, Cic. 13; πρὸς ὀργήν, auch πρὸς ὀργῆς u. ä., vgl. Lob. zu Phryn. p. 10. – Auch = eine Stelle eines Schriftwerkes auslegen, erklären. – 5) annehmen, nehmen, was gegeben wird, nach B. A. 106 nur von Dingen, σκεῠος, nicht ἵππον, ἂψ ὅγε τὴν ἀπέλυσε λαβὼν ἀπερείσι' ἄποινα Il. 6, 427, wie Soph. τῆς ϑυγατρὸς ἀντίπ οινα λ. El. 582; τερπνᾶς δ' ἐπεὶ χρυσοστεφάνοιο λάβεν καρπ ὸν Ἥβας Pind. Ol. 6, 57; παρ' οὗπερ ἔλαβον τάδε τὰ τόξα Soph. Phil. 1216; καὶ μὴν χάριν γ' ἂν ἀξίαν λάβοις ἐμοῦ O. R. 1004; δῶρον τῶν ἐμῶν χειρῶν λαβών 1022; βούλει τῶν ταλάντων ἓν λαβὼν σιωπᾶν Ar. Equ. 439; δῶρα λάμψεται Her. 8, 10; Folgde; παρὰ δὲ τοῦ Ἰνδοῦ ἡδέως ἂν λάβοιμι χρήματα εἰ διδοίη Xen. Cyr. 3, 2, 28, der τοὺς λαβόντας καὶ δεξαμένους τὰ δῶρα vrbdt, 1, 4, 26; vgl. Dem. 19, 139; μισϑούς, χρήματα, Plat. Gorg. 514 a Rep. VIII, 368 c; λαμβάνειν μᾶλλον ἢ διδόναι Thuc. 2, 97, u. oft so entgegengesetzt; vgl. οὐχ ὥς τι δώσοντ' ἀλλ' ὅπως τι λήψεται Ar. Eccl. 783; auch πιστὰ δοὺς καὶ λαβών, Xen. oft, wie σπ ονδὰς λαμβάνειν καὶ δεξιάν, Hell. 4, 1, 29; ähnlich ὅρκον, Eur. Suppl. 1188; ὅρκον παρά τινος, Einem einen Eid abnehmen, Is. 2, 39; – λαμβάνειν τὴν ϑυγατέρα, die Tochter zur Frau nehmen, Xen. Hell. 4, 1, 14; vollständiger ἢν τὴν ϑυγατέρα μου γυναῖκα λαμβάνῃς Cvr. 8, 4, 16; δι' ἡμῶν ἔλαβε τὴν μητέρα σου ὁ πατήρ Plat. Crit. 50 d; γυναῖκα Eur. Alc. 324; ähnl. λαβεῖν γάμους I. A. 486; – ἐσϑῆτα, ein Kleid anlegen, Her. 2, 37. 4, 78; – ὄνομα, einen Namen annehmen, erhalten, Plat. Soph. 267 d; παρά τινος Crat. 409 d; ἐπωνυμίαν Conv. 173 d; – λαμβάνειν τινὰ πίστι καὶ ὁρκίοισι, Einen in Eid und Pflicht nchmen, Her. 3, 74; – δίκην, Strafe empfangen, erleiden, Her. 1, 115; auch τὴν ἀξίαν, sc. δίκην, die verdiente Strafe erleiden, 7, 39. Aehnl. κακὸν λαβεῖν, Schaden leiden, Xen. Oec. 1, 8 Conv. 4, 50; ὅταν τὸ σῶμα κακόν τι λάβῃ Dem. 18, 198; πληγὰς εἰληφέναι 54, 14; Xen. u. A.; bei den Tragg., τοὐπιτίμιον, Aesch. Spt. 1021; τοιαῦτ' ὀνείδη, Soph. O. R. 1494, leiden, λύπην, πημονάς u. ä., συμφοράν, Eur. Med. 43; u. im Ggstz genießen, ἄπονον χάρμα, Pind. Ol. 11, 23; τέρψιν, Soph. Tr. 820, u. ä. öfter bei Eur. u. Folgdn. – Von der Frau empfangen, vollständig ἐν γαστρί, Hippocr. (vgl. κῠμα). – In sich aufnehmen, fassen, enthalten, Pol. 3, 107, 10. – Med. wie act. sich an Etwas halten, anfassen, c. gen., ἀρχῆς, Soph. O. C. 379; χειρὸς δεξιᾶς, Eur. Med. 899, χειρὶ γενειάδος, Andr. 575, πέπλων, Heracl. 48; λάβεσϑέ μου, λάβεσϑε τοῦ σκέλους Ar. Ach. 1214; τῆς κεφαλῆς Her. 4, 64; γονάτων, ἱερῶν, Andoc. 1, 19. 2, 15; καιροῦ, die Gelegenheit benutzen, Is. 2, 28; Dem. u. A.; εἴ τίς σου λαβόμενος εἰς τὸ δεσμωτήριον ἀπαγάγοι Plat. Gorg. 486 a, dich ergreift u. fortführt; καί μου λαβόμενος τῆς χειρὸς ἔφη Parm. 126 a, öfter. – Uebertr., βραχείας ἐλπίδος Pol. 37, 2, 7; τῆς ἀληϑείας Plat. Phil. 65 b. – Bei Sp. auch = sich an Jemand halten, ihn tadeln, vgl. Plat. Legg. I, 637 b; – λαβέσϑαι ἑαυτοῦ, an sich halten, sich zurückhalten, Heliod. – Das partic. λαβών steht bes. bei den Attikern oft scheinbar pleonastisch, die Handlung ausführlich u. anschaulich beschreibend, wobei man von Beispielen, wie λαβὼν κύσε χεῖρα, er nahm die Hand u. küßte sie, Od. 24, 398 ausgehen kann; κτεῖναι λαβών Soph. O. R. 641; στρατὸν λαβὼν ἔπακτον ἔρχεται Trach. 258. Vgl. Valck. Phoen. 481.
-
11 ἐπί-στασις
ἐπί-στασις, ἡ, 1) das Feststellen, zum Stehen Bringen, Anhalten, Xen. An. 2, 4, 26; Ggstz κίνησις, Arist. de anim. 1, 3; das Stillen, Verstopfen, αἵματος u. ä., Medic. – 2) das Stillstehen, Verweilen bei Etwas, bes. mit den Gedanken, dah. Betrachtung, Ueberlegung. οὐ τῆς τυ χούσης δεῖται ἐπιστάσεως καὶ ϑεωρίας Pol. 6, 3, 4, der ἐξ ἐπιστάσεως dem ἐκ παρέργου entgegensetzt, 3, 58, 3; ἄξιος ἐπιστάσεως καὶ ζήλου 11, 2, 4; vgl. Arist. Metaphys. 13, 2. Aehnlich Soph. Ant. 225 ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις, wo nur mehr an das wirkliche Stillstehen bei der Ueberlegung zu denken ist. – 3) Amt des Vorstehers, Aufsicht, Besorgung, ἐπιτρέπειν ἔργων ἐπίστασιν Xen. Mem. 1, 5, 2; Sp., wie D. Sic. 14, 82. – 4) das Herantreten, Anrücken, ποιεῖσϑαι τὴν ἐπίστασιν, anrücken, D. Hal. 6, 31, l. d; τὰ σκάφη τὴν ἐπίστασιν ἐπ' ἀλλήλοις εἶχεν, sie standen hinter einander, Pol. 1, 26, 12; der Anfang, ἐπίστασιν ποιεῖσϑαι 1, 12, 6, vgl. ἐπεὶ τὴν ἐπίστασιν καὶ προκατασκευὴν τῆς ὅλης ἱστορίας διεληλύϑαμεν 2, 71, 7.
-
12 αναλεγω
эп. ἀλλέγω1) тж. med. подбирать, собирать(ὀστέα ἐς φιάλην Hom.; τοὺς ἀναπίπτοντας στατῆρας Her.; med. σκώληκας τῇ γλώττῃ Arst.; χρείας καὴ ἱστορίας Plut.)
πνεῦμα ἀναλέξασθαι Anth. — перевести дух2) рассказывать3) med. рассчитывать, исчислять(χρόνον Plut.)
4) med. читать(ἐκ γραμμάτων τι, βιβλίων τῶν παλαιῶν χαρακτῆρας Plut.; πολέμου πάντα Anth.)
-
13 εκβολη
ἥ1) выбрасывание2) изгнание(ἐκ τῆς πόλεως Plat., Polyb.; τῶν τυράννων Arst.)
3) опровержение(τῆς δόξης Plat.)
4) произрастаниеπερὴ σίτου ἐκβολήν Thuc. — в то время, когда колосится хлеб;
ἐ. ὀδόντων Arst. — появление зубов5) проливание6) вывих(ἐκβολαὴ τῶν ἄρθρων Plut.)
7) отклонение, отступление(ἐκβολέν τοῦ λόγου ποιεῖσθαι Thuc.; ἐκβολαὴ καὴ παρατροπαὴ τῆς ἱστορίας Plut.)
8) выход, устье(τοῦ ποταμοῦ Her., Thuc., Arst., Plut.)
ἐκβολέν ποιεῖσθαι εἰς πέλαγος Plut. — впадать в море9) проход, ущелье(ἐ. τοῦ Κιθαιρῶνος Her.)
10) (нечто) выброшенноеδικέλλης ἐ. Soph. — выкопанная земля;
ἐκβολαὴ νεώς Eur. — выброшенные на берег обломки корабля -
14 επιβολη
ἥ1) накидывание, набрасывание(ἱματίων Thuc.)
2) забрасывание, закидывание(χειρῶν σιδηρῶν ἐπιβολαί Thuc.)
3) прикладывание(σημείων ἐπιβολαί Luc.)
4) приложение, обращение(τῆς διανοίας Epicur. ap. Diog.L.)
5) кладка, слой, ряд(ἐπιβολαὴ τῶν πλίνθων Thuc.; sc. τῶν δοκῶν Diod.)
βυρσῶν ἐπιβολαί Luc. — сшитые из шкур паруса6) обложение, налог(βαρυνόμενοι ταῖς ἐπιβολαῖς Polyb.)
7) набор, мобилизация (sc. τῶν στρατιωτῶν Polyb.)8) пеня, штрафἐπιβολὰς ἐπιβάλλειν Lys., Xen. или ψηφίζεσθαι Arph. — облагать штрафами
9) замысел, намерение(ἐπιβολέν ἐκφροντίζειν Thuc.)
ἥ ἐ. τῆς ἱστορίας Polyb. — намерение написать историю;ἐξ ἐπιβολῆς Lys., Diod. — преднамеренно, предумышленно10) обхватывание, обхват(αἱ παλαιόντων ἐπιβολαί Plut.)
11) натиск, напор, вторжение(τῆς θαλάσσης Plut.)
12) нападение, набег Polyb., Plut. -
15 επιστασις
- εως ἥ1) остановка(τοῦ στρατεύματος Xen.)
2) задержка, препятствие(ἐπιστάσεις καὴ διατριβαι Plut.)
πολλὰς ἔσχον φροντίδων ἐπιστάσεις Soph. — у меня было много колебаний3) остановка внимания, внимание(ἄξιος ἐπιστάσεως Arst.)
μετὰ и ἐξ ἐπιστάσεως Arst., Polyb. — со вниманием, внимательно4) наблюдение, надзор(ἔργων Xen.)
5) почин, начало(τῆς ἱστορίας Polyb.)
6) расстановка, положениеτὰ σκάφη τέν ἐπίστασιν ἐπ΄ ἀλλήλοις εἶχεν Polyb. — суда были расположены друг за другом
-
16 Θεοφραστος
ὁ Теофраст (родом из Эфеса на о-ве Лесбос, философ и ученый, ок. 372-287 гг. до н.э., ученик Платона и Аристотеля, автор «Ἠθικοὴ χαρακτῆρες», «Περὴ φυτῶν αἰτιῶν», «Περὴ φυτῶν ἱστορίας» и др.) -
17 ξυνεσις
- εως ἥ1) соединение, встреча, слияние(δύω ποταμῶν Hom.)
2) рассудок, здравый смысл(φρόνησίς τε καὴ ξ. Plat.)
ὅστις γε σύνεσιν ἔχοι Her. — всякий здравомыслящий человек3) благоразумие, здравость(φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.)
4) понятливость, сообразительность, ум Thuc., Plat., Arst.5) понимание, знание(περί τινος Thuc.)
ἥ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. — даваемое исторической наукой понимание6) (нравственное) сознание, совесть Eur., Men., Polyb.7) отрасль знания, наука Arst. -
18 πραγματικος
I31) сведущий в государственных делах, политически опытный(βασιλεύς Polyb.)
2) дельный, т.е. боевой(πλήθη Polyb.)
3) укрепленный, крепкий(τάξις Polyb.)
4) сильный, энергичный5) деловой, разумный(λόγος Polyb.)
6) основанный на фактах, прагматический(τρόπος τῆς ἱστορίας и ἱστορία Polyb.)
IIὅ1) опытный государственный деятель, искусный политик Polyb.2) законовед, поверенный, адвокат Cic., Juv. -
19 συνεσις
- εως ἥ1) соединение, встреча, слияние(δύω ποταμῶν Hom.)
2) рассудок, здравый смысл(φρόνησίς τε καὴ ξ. Plat.)
ὅστις γε σύνεσιν ἔχοι Her. — всякий здравомыслящий человек3) благоразумие, здравость(φρενῶν Pind.; γνώμης Thuc.)
4) понятливость, сообразительность, ум Thuc., Plat., Arst.5) понимание, знание(περί τινος Thuc.)
ἥ διὰ τῆς ἱστορίας περιγινομένη σ. Diod. — даваемое исторической наукой понимание6) (нравственное) сознание, совесть Eur., Men., Polyb.7) отрасль знания, наука Arst. -
20 φιλοσοφος
I21) любящий мудрость, стремящийся к знанию(ἀνήρ Plat.; φροντίς Plut.)
2) научно разработанный, глубокомысленный(λόγοι Isocr., Plat.)
3) философскийφιλοσοφώτερον ποίησις ἱστορίας ἐστίν Arst. — поэзия глубже проникнута философией, чем история
IIὅ1) образованный, просвещенный человек, ученый(φιλομαθές καὴ φ. Plat.; πεπαιδευμένος καὴ φ. Luc.)
2) любитель мудрости, философ Xen., Plat., Arst., Luc.ὁ φ. Plut. = Ἀριστοτέλης
См. также в других словарях:
ἱστορίας — ἱστορίᾱς , ἱστορία inquiry fem acc pl ἱστορίᾱς , ἱστορία inquiry fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Μουσείο Γουλανδρή Φυσικής Ιστορίας — Το πολυβραβευμένο αυτό Μουσείο Φυσικής Ιστορίας ιδρύθηκε το 1964 από τον Άγγελο Ν. Γουλανδρή, με στόχο την προώθηση των φυσικών επιστημών και την ευαισθητοποίηση του ανθρώπου στην προστασία του φυσικού περιβάλλοντος. Στεγάζεται σε ιδιόκτητο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας του Κυπριακού Νομίσματος — Στεγάζεται σε ένα μικρό χώρο του ισογείου στο κτίριο διοίκησης της Τράπεζας Κύπρου (Στασίνου 51, Αγία Παρασκευή Λευκωσίας). Η πλούσια συλλογή παρουσιάζεται σε εννέα ιστορικές ενότητες, που συνοδεύονται από ενημερωτικά κείμενα. Τα νομίσματα… … Dictionary of Greek
Μουσείο, Ιστορικό και Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Κοζάνης — Το Ιστορικό, Λαογραφικό και Φυσικής Ιστορίας Μουσείο Κοζάνης, ιδρύθηκε το 1969, με σκοπό την περισυλλογή, διάσωση και προβολή της πολιτιστικής κληρονομιάς του νομού Κοζάνης. Είναι δημιούργημα του «Συνδέσμου Γραμμάτων και Τεχνών Κοζάνης» και… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Ασκληπιείου Επιδαύρου — Σε απόσταση μόλις τεσσάρων χιλιομέτρων από το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου υπάρχει ένα μουσείο με μια μοναδική στην Ελλάδα συλλογή απολιθωμάτων και ορυκτών. Ιδρύθηκε το 1995, με την αξιέπαινη ιδιωτική πρωτοβουλία του καταγόμενου από το Λυγουριό… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας Πανεπιστημίου Αθηνών — Στεγάζεται σε ένα από τα ομορφότερα και παλαιότερα κτίρια της Aθήνας, στη βόρεια πλαγιά του βράχου της Aκρόπολης (Θόλου 5, Πλάκα). Tο ιστορικό αυτό κτίριο, του οποίου η ακριβής χρονολογία ανέγερσης παραμένει άγνωστη, είναι γνωστό ως οικία… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας της Οίτης (Υπάτης) — Το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας του Εθνικού Δρυμού της Οίτης ιδρύθηκε το 1987 και στεγάζεται σε δύο κτίρια του οικιστικού συγκροτήματος της Μονής Αγάθωνος. Η μονή, που είχε χτιστεί γύρω στο 1400 από το μοναχό Αγάθωνα, χρησιμοποιήθηκε ως ορμητήριο των … Dictionary of Greek
Μουσείο Αργυροχρυσοχοΐας και Λαογραφίας και Ιστορίας Νυμφαίου (Φλώρινας) — Το ονομαζόμενο και Σπίτι Χρυσικών Νέβεσκας (από την παλαιά ονομασία του χωριού), τριώροφο και πέτρινο, ολοκληρώθηκε μέσα σε ένα πολύ σύντομο χρονικό διάστημα για να εγκαινιαστεί το Σεπτέμβριο του 2000 από τον πρόεδρο της Δημοκρατίας. Το μουσείο… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας Ελληνικής Ενδυμασίας του Λυκείου Ελληνίδων — Αποτελεί τμήμα του Λυκείου Ελληνίδων και εγκαινιάστηκε το 1988 από την τότε Υπουργό Πολιτισμού Μελίνα Μερκούρη. Στεγάζεται σ’ ένα διώροφο κτίριο του 1920 που είχε χτιστεί από τον πολιτικό μηχανικό Ηλία Oικονόμου για προσωπική του κατοικία… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Κεφαλονιάς και Ιθάκης — Το μουσείο ιδρύθηκε το 1996, από την Εταιρεία Προστασίας Φύσεως Κεφαλονιάς και Ιθάκης, σε συνεργασία με την πρώην κοινότητα και τον πολιτιστικό σύλλογο Δαυγάτων, και άνοιξε για το κοινό το 1999, στα Δαυγάτα της Κεφαλονιάς. Λειτουργεί ως νομικό… … Dictionary of Greek
Μουσείο Φυσικής Ιστορίας Λάππα — Στο Κέντρο Πληροφόρησης της λιμνοθάλασσας Κοτυχίου και του δάσους της Στροφυλιάς, που λειτουργεί από το 1998 στο χωριό Λάππας, σε απόσταση πέντε περίπου χιλιομέτρων από τον πυρήνα του υγρότοπου, μπορείτε, στο πλαίσιο της γενικότερης πληροφόρησής… … Dictionary of Greek