-
121 ἀνηλωτικός
A = ἀναλ-, PLond.2.265.10 (i A. D.);ἀ. μέτρον PPetr.3p.317
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνηλωτικός
-
122 ἀπελευθερωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπελευθερωτικός
-
123 ἀπεσχαρωτικός
A removing scabs, Paul.Aeg.4.34, 6.66.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπεσχαρωτικός
-
124 ἀπηλιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπηλιωτικός
-
125 ἀποκληρωτικός
A choosing or acting by lot or chance, at random,τὸ-κόν S.E.P.3.79
; absurd,λόγος Phlp.in Mete.82.35
, cf. Simp.in Cael.158.3, 161.21.II assigning, allotting,δυνάμεις τοῦ κατ' ἀξίαν ἀ. Simp.in Epict.p.104
D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποκληρωτικός
-
126 ἀπολυτρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπολυτρωτικός
-
127 ἀποπληρωματικός
A = -ωτικός, δύναμις Iamb.Myst.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπληρωματικός
-
128 ἀποπληρωτικός
A completing, fulfilling, Jul.Or.4.137b;τῶν εὐχῶν Iamb.Myst.5.26
; supplying with content,τὸ νοητὸν -κὸν τοῦ νοῦ Dam.Pr.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπληρωτικός
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)