-
41 διαμορφωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαμορφωτικός
-
42 διαρθρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διαρθρωτικός
-
43 διατυπωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διατυπωτικός
-
44 διορθωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > διορθωτικός
-
45 δουλωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δουλωτικός
-
46 δυναμωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > δυναμωτικός
-
47 ζηλωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζηλωτικός
-
48 ζημιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζημιωτικός
-
49 ζυμωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ζυμωτικός
-
50 θιασωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > θιασωτικός
-
51 καθιερωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καθιερωτικός
-
52 κακωτικός
A hurtful, noxious, Ph.2.557, Herm. ap. Stob.1.41.6; τινος Dsc.1.94, cf. Gal.6.260, Sch.D Il.1.10; κ. τι παθεῖν Chor.p.221 B.; κ. αἰτία, ἀκτίς, Vett.Val.49.11, 151.6. Adv.-κῶς, διάγειν Id.165.34
, cf. Sch.Epict.Ench.42.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κακωτικός
-
53 καμαρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > καμαρωτικός
-
54 κατορθωτικός
A likely or able to succeed, opp. ἁμαρτητικός, Arist.EN 1104b33; successful,ἐν ταῖς μάχαις Plu.Phil.8
; μεγάλων [πραγμάτων] Vett. Val.15.10; virtuous,ἔρως Herm.in Phdr.p.170
A.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατορθωτικός
-
55 κατουλωτικός
A causing cicatrization, Herasap. Gal.13.432.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατουλωτικός
-
56 κατοχωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κατοχωτικός
-
57 κενωτικός
2 purgative, Id.15.198.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κενωτικός
-
58 κληρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κληρωτικός
-
59 κομμωτικός
A of or for embellishment,ἄσκησις Luc.Am.9
;ποικιλία Them.Or.24.303c
;τίνι διαφέρει τοῦ κ. τὸ κοσμητικὸν τῆς ἰατρικῆς μέρος Gal.12.434
, cf. UP1.9: ἡ -κή (sc. τέχνη ) the art of embellishment, Pl.Grg. 463b, Phld.Rh.2.183 S.: metaph., of style,κόσμος τις ἐπικείμενος ἔξωθεν κ. Hermog.Id.1.12
, cf. 9, Them.Or.24.303c. Adv. -κῶς, ἔχειν Sch.Ar.Pl. 1064.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > κομμωτικός
-
60 λιβανωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λιβανωτικός
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)