-
1 ἀποπληρωτικός
A completing, fulfilling, Jul.Or.4.137b;τῶν εὐχῶν Iamb.Myst.5.26
; supplying with content,τὸ νοητὸν -κὸν τοῦ νοῦ Dam.Pr.70
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπληρωτικός
-
2 ἀποπληρωματικός
A = -ωτικός, δύναμις Iamb.Myst.3.10.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποπληρωματικός
Перевод: с греческого на все языки
со всех языков на греческий- Со всех языков на:
- Греческий
- С греческого на:
- Английский