-
101 ταξεώτης
A officer of a magistrate, sergeant, commissary, etc., member of the militia palatina, Cod.Just.1.3.53, PMasp.31.13 (vi A.D.), PSI8.939 (vi A.D.); written [full] ταξιώτης, An.Ox.2.307, Gloss.: hence Adj. [suff] τᾰνυ-ωτικός, ή, όν, ῥαβδοῦχος Cod.Just.1.3.53
, Eust.104.24.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταξεώτης
-
102 ταυρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ταυρωτικός
-
103 τελειωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τελειωτικός
-
104 τονωτικός
A bracing, strengthening, Sor.2.48, Gal.6.577: c. gen., Antyll. ap. Orib.6.32.10, 6.35.1, Sor.1.49.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τονωτικός
-
105 τρανωτικός
A fitted for clearing up, Theol.Ar.33.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τρανωτικός
-
106 τυπωτικός
A able to form or mould, formative, Euryph. ap. Stob.4.39.27: c. gen., S.E.M.7.383, 8.407, Ath.9.392a.III in pass. sense, τυπωτικοὶ λόγοι, i.e. λόγοι which are copies of the things which are seen, Procl. in R.2.177 K. Adv.-κῶς, μετέχειν τὰ αἰσθητὰ τῶν εἰδῶν Id.in Prm.p.657
S.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > τυπωτικός
-
107 φιλιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλιωτικός
-
108 φιμωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιμωτικός
-
109 χαυνωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαυνωτικός
-
110 χειρωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειρωτικός
-
111 ψιλωτικός
II Gramm., fond of the spiritus lenis,οἱ Ἴωνες Eust.515.38
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψιλωτικός
-
112 ἀλλοιωτικός
A transformative, Arist.Sens. 441b21, Ph. 257a24; δύναμις, of digestion, Gal.UP4.7; alterative,φάρμακον ὅτι περ ἂν ἀ. ᾖ τῆς φύσεως Id.11.380
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀλλοιωτικός
-
113 ἀμβλωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμβλωτικός
-
114 ἀναβρωτικός
A corrosive, Alex.Aphr.Pr.1.92.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναβρωτικός
-
115 ἀνακεφαλαιωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνακεφαλαιωτικός
-
116 ἀναλωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναλωτικός
-
117 ἀνανεωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνανεωτικός
-
118 ἀναστοιχειωτικός
A dissolvent, Steph.in Hp.1.132D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστοιχειωτικός
-
119 ἀναστομωτικός
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀναστομωτικός
-
120 ἀνατυπωτικός
A representing, Simp.in Epict.p.20D.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀνατυπωτικός
См. также в других словарях:
ὠτικός — of masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωτικός — ή, ό / ὠτικός, ή, όν, ΝΜΑ [οὖς, ὠτός] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο αφτί, ωτιαίος νεοελλ. φρ. α) «ωτικό βύσμα» ιατρ. βύσμα που σχηματίζεται από κυψελίδα, αποπίπτοντα κύτταρα και ακαθαρσίες στον έξω ακουστικό πόρο, τον οποίο και συχνά… … Dictionary of Greek
τριπολιτσ(ι)ώτικος — η, ο αυτός που παράγεται ή προέρχεται από την Τριπολιτσά (Τρίπολη):Τριπολιτσιώτικο κρασί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ὠτικά — ὠτικός of neut nom/voc/acc pl ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc/acc dual ὠτικά̱ , ὠτικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικῶν — ὠτικός of fem gen pl ὠτικός of masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικόν — ὠτικός of masc acc sg ὠτικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικαί — ὠτικός of fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῖς — ὠτικός of masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοί — ὠτικός of masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικοῦ — ὠτικός of masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ὠτικούς — ὠτικός of masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)