-
1 ανιώντος
ἀνιάωgrieve: pres part act masc /neut gen sgἀνῑῶντος, ἀνιάζωgrieve: fut part act masc /neut gen sg -
2 ἀνιῶντος
ἀνιάωgrieve: pres part act masc /neut gen sgἀνῑῶντος, ἀνιάζωgrieve: fut part act masc /neut gen sg -
3 νικάω
νῑκάω, νίκημι (νικᾷ; νικῶν, -ῶντος,. -ῶντι, -ῶντ(α), -ώντεσσιν; νικᾶν: impf. νίκη?: aor. ἐνίκασε, -αν; νικάσαις, -αντ(α); νικᾶσαι: pass. νικώμενοι: pf. νενίκανται.)a abs.ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.97
τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (formam def. Wil., 421̆{2}) O. 5.8ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
μιν Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις O. 7.86
νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16
ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
ὀφείλει δ' ἔτι ἐν Πυθίοισι νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε ( νικῶντ Hermann, metr. gr.) N. 6.43νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
( χαλκὸν) Κλείτωρ καὶ Λυκαῖον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ, σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει ( νικῶντι coni. Snell, cf. Σ.) N. 10.48 ( φάμα)ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος I. 6.7
ἐνίκασαν οἵ fr. 12. met., ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38.b c. acc.I be victorious inχαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον O. 13.30
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
II be victorious overαὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ P. 12.6
ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δήποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
pass., νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.III win ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (Heyne: νικῆ codd.; a verbo aeolico νίκημι, cf. Theocr. 6. 46, 7. 40: contra Bergk, probante Schr., “repetit poeta praeconis vocem: itaque et praes. temp. et dor. contr. retinet, qua alias non utitur”) N. 5.5c met., pass., c. gen., (v. K. G., 1. 392, Anm. 8.), be overcome by, yield to the pressure ofτὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
-
4 νίκημι
νῑκάω, νίκημι (νικᾷ; νικῶν, -ῶντος,. -ῶντι, -ῶντ(α), -ώντεσσιν; νικᾶν: impf. νίκη?: aor. ἐνίκασε, -αν; νικάσαις, -αντ(α); νικᾶσαι: pass. νικώμενοι: pf. νενίκανται.)a abs.ὁ νικῶν δὲ λοιπὸν ἀμφὶ βίοτον ἔχει μελιτόεσσαν εὐδίαν O. 1.97
τὶν δὲ κῦδος ἁβρὸν νικάσας ἀνέθηκε (formam def. Wil., 421̆{2}) O. 5.8ἀεθλοφόροις ἀνδράσιν Ὀλυμπίᾳ Πυθοῖ τε νικώντεσσιν O. 7.10
μιν Αἰγίνᾳ τε νικῶνθ' ἑξάκις O. 7.86
νικῶν ἐπεστεφάνωσε βωμόν O. 9.112
πύκτας δ' ἐν Ὀλυμπιάδι νικῶν O. 10.16
ἔνθα νικάσαις ἀνέφανε Κυράναν P. 9.73
ἐν ἀφνεαῖς ἀρούραισι Πυλάδα νικῶν ξένου Λάκωνος Ὀρέστα P. 11.16
ὀφείλει δ' ἔτι ἐν Πυθίοισι νικᾶν Τιμονόου παῖδ N. 2.9
πύκταν τέ νιν καὶ παγκρατίῳ φθέγξαι ἑλεῖν Ἐπιδαύρῳ διπλόαν νικῶντ' ἀρετάν N. 5.53
βοτάνα τέ νίν ποθ' ἁ λέοντος νικάσαντ ἤρεφε ( νικῶντ Hermann, metr. gr.) N. 6.43νικῶντί γε χάριν οὐ τραχύς εἰμι καταθέμεν N. 7.75
Οὐλία παῖς ἔνθα νικάσαις δὶς ἔσχεν Θεαῖος εὐφόρων λάθαν πόνων N. 10.24
( χαλκὸν) Κλείτωρ καὶ Λυκαῖον πὰρ Διὸς θῆκε δρόμῳ, σὺν ποδῶν χειρῶν τε νικᾶσαι σθένει ( νικῶντι coni. Snell, cf. Σ.) N. 10.48 ( φάμα)ἅ τε κἀν γουνοῖς Ἀθανᾶν ἅρμα καρύξαισα νικᾶν I. 4.25
ὅντιν' ἀθρόοι στέφανοι χερσὶ νικάσαντ ἀνέδησαν ἔθειραν ἢ ταχυτᾶτι ποδῶν I. 5.9
νῦν αὖτε Ἰσθμοῦ δεσπότᾳ Φυλακίδα νικῶντος I. 6.7
ἐνίκασαν οἵ fr. 12. met., ἐν ἔργμασιν δὲ νικᾷ τύχα οὐ σθένος fr. 38.b c. acc.I be victorious inχαλκέοισι δ' ἐν ἔντεσι νικῶν δρόμον O. 4.22
πενταέθλῳ ἅμα σταδίου νικῶν δρόμον O. 13.30
πλεῖστα νικάσαντά σε καὶ τελεταῖς ὡρίαις ἐν Παλλάδος εἶδον P. 9.97
II be victorious overαὐτόν τέ νιν Ἑλλάδα νικάσαντα τέχνᾳ P. 12.6
ἐπεὶ περικτίονας ἐνίκασε δήποτε καὶ κεῖνος ἄνδρας ἀφύκτᾳ χερὶ κλονέων I. 8.65
pass., νικώμενοι γὰρ ἄνδρες ἀγρυξίᾳ δέδενται fr. 229.III win ὅτι Λάμπωνος υἱὸς Πυθέας εὐρυσθενὴς νίκη Νεμείοις παγκρατίου στέφανον (Heyne: νικῆ codd.; a verbo aeolico νίκημι, cf. Theocr. 6. 46, 7. 40: contra Bergk, probante Schr., “repetit poeta praeconis vocem: itaque et praes. temp. et dor. contr. retinet, qua alias non utitur”) N. 5.5c met., pass., c. gen., (v. K. G., 1. 392, Anm. 8.), be overcome by, yield to the pressure ofτὰν νεοκτίσταν ἐς Αἴτναν, ἔνθ' ἀναπεπταμέναι ξείνων νενίκανται θύραι, ὄλβιον ἐς Χρομίου δῶμ N. 9.2
-
5 Ξενοφῶν
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > Ξενοφῶν
-
6 παμφανόων
παμ-φᾰνόων, gen. ωντος, fem. παμφᾰνόωσα, [dialect] Ep. part. as if from παμφᾰνάω (cf. παμφανάα· λάμπει, Hsch.),Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > παμφανόων
-
7 φιλοξενοφῶν
A fond of Xenophon, Hdn.Gr.1.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλοξενοφῶν
-
8 ἀμφιφῶν
A by double light, i.e. either surrounded by lighted tapers, or offered when sun and moon were both visible, Pherecr.156, Philem.67, cf. Poll.6.75, EM94.55.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀμφιφῶν
-
9 Σολομών
Σολομών, ῶνος, ὁ (so predom. in NT and Joseph. [even in quotations of Joseph. fr. Dios, pre-Christian: 785 Fgm. 1, 114 Jac. =C. Ap. 1, 114f] and Menander of Ephesus, III B.C.: 783 Fgm. 1, 120 Jac. [C. Ap. 1, 120]; Eupolemus the Jew [II B.C.]: 723 Fgm. 2b 8ff Jac. [in Eus., PE 9, 30, 8ff]; Just., Tat., Mel.; Christian magical pap PGM II, P 17, 10 p. 218 [Henrichs], rare in the LXX) and Σολομῶν, ῶντος, ὁ ([for accent cp. Ξενοφῶν] Cass. Dio. 69, 14, 2 τὸ μνημεῖον τοῦ Σολομῶντος; Zosimus: Hermet. IV p. 111, 13; Ac 3:11 and 5:12 as στοὰ Σολομῶντος); only as v.l. the indecl. Σολομών Mt 1:6 and Σαλωμών Ac 7:47 (the latter is the normal form in the LXX) or Σαλομών Sin.; s. Tdf., Proleg. 104; 110: W-H., App. 158; B-D-F §53, 1; 55, 2; W-S. §10, 4; Mlt-H. 146f; Thackeray p. 165 f (שְׁלֹמֹה) Solomon, son of Bathsheba and David, and the latter’s successor, known for his love of splendor Mt 6:29; Lk 12:27 and for his wisdom Mt 12:42ab; Lk 11:31ab. Builder of the first temple in Jerusalem Ac 7:47. There was also a colonnade named for him in Herod’s temple J 10:23; Ac 3:11; 5:12 (cp. Jos., Ant. 20, 221, Bell. 5, 185). In the genealogy of Jesus Mt 1:6f. Pauly-W. VIII Suppl. 660–704; BHHW III 1651–53.—GKnoppers, The Vanishing Solomon: JBL 116, ’97, 19–44 (anc. Israel). M-M. TW.
См. также в других словарях:
φιλοξενοφών — ῶντος, ὁ, Α αυτός που αγαπά τον Ξενοφώντα, θαυμαστής τού Ξενοφώντος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + Ξενοφῶν] … Dictionary of Greek
Hippothoon — (Ἱπποθόων, ωντος) or Hippothous is a figure in Greek mythology, often described as the King of Eleusis after the death of Cercyon; however, Theseus was sometimes said to have taken the throne from Cercyon after his death.The story of Hippothoon s … Wikipedia
Papyrus 5 — Manuskripte des Neuen Testaments Papyri • Unziale • Minuskeln • Lektionare Papyrus 5 Name P. Oxy. 208 Text Johannes 1; 16; 20 † Sprache … Deutsch Wikipedia
Deiphon — DĔĬPHON, ontis, Gr. Δηιφὼν, ῶντος, (⇒ Tab. XV.) des Celeus und der Metanira Sohn, welchen Ceres unsterblich machen wollte, und daher des Nachts ins Feuer legete, um das, was an ihm sterblich war, auszubrennen. Da er hierbey nun über Gewohnheit… … Gründliches mythologisches Lexikon
Demophoon — DEMOPHŎON, ontis, Gr. Δημοφὼν, ῶντος, (⇒ Tab. XXIX.) des Theseus und der Phädra Sohn, Diod. Sic. lib. IV. c. 64. p. 184. befand sich mit in dem Kriege vor Troja, Plutarch. & alii ap. Ann. Fabram ad Dictyn Cret. lib. I. c. 14. wiewohl einige daran … Gründliches mythologisches Lexikon
Leo — LEO, ónis, Gr. Λέων, ωντος, der Löwe am Himmel, soll nach einigen vom Jupiter dahin gesetzet seyn, weil er ein König aller Thiere sey. Andere geben ihn für den Löwen an, welchen Herkules zu Nemea erleget. Eratosth. Cataster. 12. Er soll… … Gründliches mythologisches Lexikon
Leon — LEON, ontis, Gr. Λέων, ωντος, einer von Lykaons vielen bösen Söhnen. Apollod. l. III. c. 8. §. 1. Sieh Lycaon … Gründliches mythologisches Lexikon
αμφιφάων — ἀμφιφάων, ουσα, ον και ἀμφιφῶν ῶντος ο (Α) 1. λαμπρός ολοφάνερος 2. είδος γλυκίσματος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + φάων, μτχ. αορ. τού ελλειπτ. ρ. *φάον (πρβλ. Εὐρυ φάων). Η μτχ. ως β΄ συνθετ. απαντά και σε συνηρημένη μορφή στα γνωστά κυρία ονόματα… … Dictionary of Greek
αμφιφών — ἀμφιφῶν ( ῶντος), ο (Α) ο ἀμφιφάων* … Dictionary of Greek
σολομώντειος — α, ο / σολομώντειος, ον, ΝΜΑ [Σολομών, ῶντος] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον Σολομώντα («σολομώντεια λύση») μσν. αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ Σολομώντ(ε)ιον ρητό τού Σολομώντος … Dictionary of Greek
τετρόδους — ο, Ν ζωολ. γένος οστεοϊχθύων τής τάξης τών πλεκτογνάθων. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. tetrodon < τετρ(α) * + ὀδούς, όντος / ὀδών, ῶντος. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον Π. Ψαρά] … Dictionary of Greek