Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

ψίλῳ

См. также в других словарях:

  • ψιλώ — όω, ΜΑ βλ. ψιλώνω …   Dictionary of Greek

  • ψιλῶ — ψῑλῶ , ψιλός bare masc/neut gen sg (doric aeolic) ψῑλῶ , ψιλόω strip bare pres subj act 1st sg ψῑλῶ , ψιλόω strip bare pres ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλῷ — ψῑλῷ , ψιλός bare masc/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψίλῳ — πτίλον soft feathers neut dat sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψιλώνω — ψιλῶ, όω, ΝΜΑ [ψιλός] 1. μαδώ τις τρίχες, καθιστώ κάτι άτριχο, αποψιλώνω 2. γραμμ. βάζω ψιλή στο αρχικό φωνήεν μιας λέξης αρχ. 1. (γενικά) απογυμνώνω, αποστερώ («ἐπωμίδα σαρκῶν ψιλοῡν», Ιπποκρ.) 2. λεηλατώ, ληστεύω («τὸ χωρίον ψιλῶσαι», Δίων… …   Dictionary of Greek

  • ψιλός — ή, ό / ψιλός, ή, όν, ΝΜΑ 1. αποψιλωμένος, απογυμνωμένος, ακάλυπτος 2. (ειδικά) φαλακρός 3. (για έδαφος) άδενδρος 4. φρ. «ψιλά σύμφωνα» γραμμ. τα άηχα κλειστά σύμφωνα κ, π, τ, κατά την εκφώνηση τών οποίων η γλωττίδα παραμένει κλειστή και δεν… …   Dictionary of Greek

  • καταψιλώ — καταψιλῶ, όω (AM) καθιστώ κάτι εντελώς γυμνό, γδύνω, γυμνώνω τελείως αρχ. μτφ. απλοποιώ, εξομαλύνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + ψιλῶ «αποψιλώνω»] …   Dictionary of Greek

  • περιψιλώ — όω, ΜΑ μαδώ, απογυμνώνω (α. «τῶν νεκρῶν περιψιλωθέντων τὰς σάρκας» όταν οι νεκροί απογυμνώθηκαν από τις σάρκες, Ηρόδ. β. [για κρεμμύδια] «περιψιλώσας τὰς κεφαλὰς αὐτῶν», Γεωπ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + ψιλῶ «απογυμνώνω»] …   Dictionary of Greek

  • συμψιλώ — όω, Α γράφω ή προφέρω έναν φθόγγο με ψιλή μαζί με έναν άλλον («ψιλουμένου μὲν αὐτοῡ, συμψιλοῡται», Μέγα Ετυμολογικόν). [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ψιλῶ / ώνω «γράφω με ψιλή»] …   Dictionary of Greek

  • ψίλωμα — ώματος, τὸ, Α [ψιλῶ] 1. σημείο τού σώματος απογυμνωμένο από τρίχες 2. (ειδικά) οστό απογυμνωμένο από σάρκες …   Dictionary of Greek

  • ψίλωση — η / ψίλωσις, ώσεως, ΝΜΑ [ψιλῶ / ώνω] 1. (σχετικά με έκταση) απογύμνωση από δένδρα 2. αφαίρεση τριχών, αποψίλωση, μάδημα νεοελλ. α) παθολογική πτώση τών μαλλιών, αλωπεκία β) επίμονη διάρροια νεοελλ. μσν. γραμμ. η χρήση τού ψιλού πνεύματος, τής… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»