-
1 ψόφους
ψόφοςnoise: masc acc pl -
2 ψόγος
II blame, censure,ὀνείδεα καὶ ψ. Xenoph.11.2
;σκοτεινὸς ψ. Pi.N.7.61
; , cf. E.Ph.94: pl.,ἐπὶ ψόγοισι δεννάσεις ἐμέ S.Ant. 759
; οὐ ψιλῶ ψόγους κλύειν cj. for ψόφους in E. Ion 630; also in Com. and Prose, Ar.Th. 146, 895, etc.;τοῖς πέλας ψ. ἐπενεγκεῖν Th.1.70
, cf. 2.45;ψ. φέρειν Pl.Smp. 182a
;ψ. ἔχειν
to be blamed,Id.
Lg. 823b;ψ. ἀμουσίας ὑφέξοντα Id.R. 403c
: pl., lampoons,Id.
Lg. 829c, cf. Grg. 483c, al., Arist.Po. 1448b27;τὸ.. κάλλος καὶ ψ. πολλῶν γέμει Men.703
:—c. dat.,ἄλγος σοί, ψ. δὲ σῷ πατρί E.Hel. 987
.
См. также в других словарях:
ψόφους — ψόφος noise masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακροάζομαι — (Α ἀκροάζομαι) νεοελλ. 1. (για γιατρούς) ακούω με το αφτί ή με τη βοήθεια στηθοσκοπίου τους ψόφους ή ήχους που παράγονται στην καρδιά, στους πνεύμονες κ.λπ. 2. ακούω με προσοχή, αφουγκράζομαι αρχ. ἀκροῶμαι*. [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού ρ. ἀκροῶμαι … Dictionary of Greek
ψοφομήδης — ες, Α (ως προσωνυμία τού Βάκχου) αυτός που αγαπά και μηχανεύεται ψόφους, θορυβώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόφος (Ι) «ήχος, κρότος» + μήδης (< μῆδος [Ι]* / μήδεα «τεχνάσματα»), πρβλ. Διο μήδης] … Dictionary of Greek