Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ψόλος

См. также в других словарях:

  • ψόλος — soot masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόλος — ὁ, Α 1. αιθάλη, καπνός 2. (κατά τον Ησύχ.) «φλόξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και έχει σχηματιστεί με επίθημα λος (πρβλ. ἄσβο λος, αἴθα λος, θο λός)] …   Dictionary of Greek

  • ψόλον — ψόλος soot masc acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψόλῳ — ψόλος soot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ψολοκομπία — ἡ, Α (κωμική λ.) μεγαλαυχία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κόμπος + κατάλ. ία] …   Dictionary of Greek

  • ψολόεις — εσσα, εν, Α 1. (συν. για τον κεραυνό) γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης 2. μαυροκίτρινος 3. (ανώμαλος τ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Ψολόεις άνδρες που πενθούσαν κατά τη διάρκεια τελετουργίας στον Ορχομενό τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κατάλ. όεις*] …   Dictionary of Greek

  • ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… …   Dictionary of Greek

  • ψόμμος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος]. (II) ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. ψάμμος …   Dictionary of Greek

  • ՓՈՒԼՈՍ — ( ) NBH 2 0959 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ յն. որ գրելի՛ է Փսոլոս. ψόλος fumus, fuligo ψολόεις, όεν fumidus, fumosus, um. Ծուխ. մուխ. կամ Ծխաբեր. միոտ. *Յայսպիսի ամպահարութեանցս՝ որմոխրատեսակ փոշի բերեն, փուլոսք անուանին. Արիստ. աշխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ψόλωι — ψόλῳ , ψόλος soot masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»