-
1 ψόλος
ψόλος, ὁ, Ruß, Rauch, Dampf, bes. ein färbender, nicht zündender Blitz (vgl. ψόϑος, σποδός), Ggstz von αἰϑός, Nic. Th. 288, wo der Schol. zu vgl., der aus Aesch. frg. 20 anführt ἐπιβωμίῳ ψόλῳ. S. auch Arist. meteor. 3, 1.
-
2 ψόλος
ψόλος, ὁ, Ruß, Rauch, Dampf, bes. ein färbender, nicht zündender Blitz -
3 ψόθος
-
4 ἄσβολος
-
5 ἐπι-βώμιος
ἐπι-βώμιος, auf dem Altar; ψόλος Aesch. frg. 20; πῠρ Eur. Andr. 1024; ἐπιβώμια μῆλ' ἐρύσαντες Ap. Rh. 4, 1129; allgemein, ἐπιβώμια ῥέζειν, opfern, Theocr. 16, 26; – an dem Altare, Mel. 116 (IX, 453). – Auch = der Aufseher über den Altar, Inscr.
См. также в других словарях:
ψόλος — soot masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόλος — ὁ, Α 1. αιθάλη, καπνός 2. (κατά τον Ησύχ.) «φλόξ». [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Κατά μία άποψη, η λ. συνδέεται με το επιφώνημα ψό* και έχει σχηματιστεί με επίθημα λος (πρβλ. ἄσβο λος, αἴθα λος, θο λός)] … Dictionary of Greek
ψόλον — ψόλος soot masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψόλῳ — ψόλος soot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ψολοκομπία — ἡ, Α (κωμική λ.) μεγαλαυχία, καυχησιολογία. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κόμπος + κατάλ. ία] … Dictionary of Greek
ψολόεις — εσσα, εν, Α 1. (συν. για τον κεραυνό) γεμάτος καπνιά, αιθαλώδης 2. μαυροκίτρινος 3. (ανώμαλος τ. πληθ. ως ουσ.) oἱ Ψολόεις άνδρες που πενθούσαν κατά τη διάρκεια τελετουργίας στον Ορχομενό τής Βοιωτίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψόλος «καπνός» + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
ψό — ΜΑ επιφώνημα που δήλωνε αηδία, αποστροφή ή αγανάκτηση αρχ. ποιμενικό επίφθεγμα. [ΕΤΥΜΟΛ. Επιφώνημα δηλωτικό αηδίας, αγανάκτησης, αποδοκιμασίας, που χρησιμοποιήθηκε στον σχηματισμό πολλών τ. με σημ. «ψώρα, ακαθαρσία, αιθάλη» (πρβλ. ψώα, ψόλος,… … Dictionary of Greek
ψόμμος — (I) ὁ, Α (κατά τον Ησύχ.) «ἀκαθαρσία». [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. συνδέεται με τη λ. ψόλος (Ι) και έχει σχηματιστεί πιθ. αναλογικά προς τη λ. ψάμμος]. (II) ὁ, Α (αιολ. τ.) βλ. ψάμμος … Dictionary of Greek
ՓՈՒԼՈՍ — ( ) NBH 2 0959 Chronological Sequence: 6c գ. Բառ յն. որ գրելի՛ է Փսոլոս. ψόλος fumus, fuligo ψολόεις, όεν fumidus, fumosus, um. Ծուխ. մուխ. կամ Ծխաբեր. միոտ. *Յայսպիսի ամպահարութեանցս՝ որմոխրատեսակ փոշի բերեն, փուլոսք անուանին. Արիստ. աշխ … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)
ψόλωι — ψόλῳ , ψόλος soot masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)