-
1 ἐπι-βώμιος
ἐπι-βώμιος, auf dem Altar; ψόλος Aesch. frg. 20; πῠρ Eur. Andr. 1024; ἐπιβώμια μῆλ' ἐρύσαντες Ap. Rh. 4, 1129; allgemein, ἐπιβώμια ῥέζειν, opfern, Theocr. 16, 26; – an dem Altare, Mel. 116 (IX, 453). – Auch = der Aufseher über den Altar, Inscr.
-
2 ἐπιβώμιος
ἐπι-βώμιος, auf dem Altar; allgemein, ἐπιβώμια ῥέζειν, opfern; an dem Altare. Auch = der Aufseher über den Altar -
3 επιβωμιος
См. также в других словарях:
ομοβώμιος — ὁμοβώμιος και, κατά δ. γρφ ὁμόβωμος, ον (Α) αυτός που έχει τον ίδιο βωμό με κάποιον άλλο («θεοὺς τοὺς ὁμοβωμίους... ἐπιβοώμενοι», Θουκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο) * + βώμιος (πρβλ. επι βώμιος). Ο τ. ὁμόβωμος < ομ(ο) * + βωμός (πρβλ. πολύ βωμος)] … Dictionary of Greek
επιβώμιος — ἐπιβώμιος, ον (Α) 1. αυτός που βρίσκεται πάνω στον βωμό («πῦρ ἐπιβώμιον», Ευρ.) 2. (για λόγο ή τραγούδι) αυτός που λέγεται ή απαγγέλλεται κοντά στον βωμό («ἐπιβώμιος λόγος») 3. το αρσ. ως ουσ. ὁ ἐπιβώμιος ιερέας, θύτης. [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + βώμιος … Dictionary of Greek