-
101 ἀπόκρημνος
ἀπό-κρημνος, ον,A sheer, precipitous,ὄρος ἄβατον καὶ ἀ. Hdt.7.176
, cf.3.111;χῶρος ἀ. Id.8.53
, cf. Th.4.31, etc.: [comp] Sup., Diog.Ep.37.4: metaph. of an advocate's case, full of difficulties,πάντα ἀ. ὁρῶ D.25.76
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπόκρημνος
-
102 ἀποτάσσω
A set apart, assign specially,χώραν τινί Pl.Tht. 153e
; detach soldiers, Plb.6.35.3, etc., cf. POxy.475.27 (ii A. D.):— [voice] Pass., ἀποτεταγμένη ἀρχή distinct office, Arist.Pol. 1322a26; (ii B. C.): generally, to be fixed, appointed,χῶρος Plu.2.120b
; ear-mark,ἀργύριον εἰς δημοθοινίαν -τεταγμένον IG12(7).515.91
([place name] Amorgos), cf. BCH46.397 ([place name] Mylasa).IV Med, ἀποτάσσομαί τινι bid adieu to a person, part from them, Ev.Luc.9.61, Act.Ap.18.21, Ev.Marc.6.46, J.AJ11.8.6, BGU 884 ii 14(ii/iii A. D.), Aesop.64, Lib.Decl.45.28; have done with, get rid of a person, POxy.298.31 (i A. D.);ἀ. τῷ βίῳ
commit suicide,Cat.Cod.Astr.
8 (<*>). 136.17: also c. dat. rei, renounce, give up,τοῖς ἑαυτοῦ ὑπάρχουσιν Ev.Luc.14.33
;τροφῇ J.AJ11.6.8
; ταῖς μίξεσι, of the Vestals, Sor.1.32;πάθεσι Ph.1.116
, cf. Iamb.VP3.13, Phryn.15.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀποτάσσω
-
103 ἀπρόσχωρος
ἀπρόσ-χωρος, ον,A arrogant, Gloss.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀπρόσχωρος
-
104 ἀριστογένεθλος
ἀριστο-γένεθλος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀριστογένεθλος
-
105 ἀστάφυλος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστάφυλος
-
106 ἀστιβής
II [voice] Act., leaving no track,τροχός Mesom.Nem.7
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀστιβής
-
107 ἀσυνήθης
A unaccustomed, χῶρος, τόπος, Emp. 118, Aen.Tact.16.19;τὰ ἀ. Hp.Aph.2.50
;ἀσύνηθες τοῖς ζῴοις τὸ πίνειν Arist.HA 606b26
;φαντασία ἀ. πράγματος Stoic.3.98
, al.; not customary,ὅπερ οὐκ ἀσύνηθες ὀνομάζειν Phld.D.3.2
.II of persons, unaccustomed, inexperienced, Hp.Aph.2.49, Plb.10.47.7. Adv.- θως Plu.2.678a
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀσυνήθης
-
108 ἀφύτευτος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀφύτευτος
-
109 ἀχώριστος
A not parted, undivided, Pl.R. 524c; inseparable, Arist.EN 1102a30, de An. 427a2;ἀρετὴ ἀ. ἡδονῆς Epicur.Fr. 506
, cf. Ep.3p.64U., Gal.16.521, al. Adv.- τως Phld.Sign.20
.II ([etym.] χῶρος) without a place assigned one, X.Lac. 9.5.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀχώριστος
-
110 ἄθικτος
ἄθικτος, ον,A untouched: mostly c. gen., untouched by a thing,ἀκτῖνος ἄ. S. Tr. 686
;ἄ. ἡγητῆρος Id.OC 1521
, etc.; κερδῶν ἄθικτον βουλευτήριον untouched by gain, i.e. incorruptible, A.Eu. 704, cf. Plu.Cim.10: c. dat.,νόσοις ἄ. A.Supp. 561
;ἄ. ὑπὸ τοῦ χρόνου Plu. Per.13
.2 chaste, virgin, κόραι Ion Trag.11; , cf. Arar.14;ἄ. ἅμματα παρθενίης Epigr.Gr.248.8
(Phryg.);ἄ. εἰς Κυθηρίην σφρηγίς Herod.1.55
: of substances, ἄ. θεῖον, virgin sulphur, Ps.-Democr.Alch.p.45B.3 not to be touched, holy, τὸν ἄ. γᾶς ὀμφαλόν, of Delphi, S.OT 897; ἄ. οὐδ' οἰκητὸς [ὁ χῶρος] Id.OC39; ἄθικτα holy things, A.Ag. 371, S.OT 891.4 not to be touched, abominable, EM25.10.II [voice] Act., not touching, c. gen., Call.Dian. 201.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄθικτος
-
111 ἄκαμπτος
ἄκαμπ-τος, ον,A unbent, rigid, Hp.Fract.2 ([comp] Sup.), Pl.Ti. 74b ([comp] Comp.), etc.; τὸ ἄ. the part that will not bend, Arist.HA 493b29.2 metaph., unbending, unflinching,βουλαί Pi.P.4.72
; ψυχὰν ἄ. Id.I. 4(3).53;ἀ. μένει A.Ch. 455
(lyr.); τὸ πρὸς τοὺς πόνους, τὸ εἰς ἐπιείκειαν ἄ., Plu.Lyc.11, Cat.Mi.4.3 from which there is no return,χῶρος ἐνέρων AP7.467
(Antip.);τρίβος IG12(7).449
([place name] Amorgos).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄκαμπτος
-
112 ἄριστος
Aὤριστος Il.11.288
, [dialect] Att. ἅριστος) best in its kind, and so in all sorts of relations, serving as [comp] Sup. of ἀγαθός:I of persons,1 best in birth and rank, noblest: hence, like ἀριστεύς, a chief,Ἀργείων οἱ ἄριστοι Il.4.260
, cf. 6.209;ἄ. ἔην πολὺ δὲ πλείστους ἄγε λαούς 2.580
;θεῶν ὕπατος καὶ ἄ. 19.258
;πατρὸς πάντων ἀ. παῖδα S.El. 366
; ἀνδρῶν τῶν ἀ. ὁμιλίη, opp. δῆμος, Hdt.3.81, cf. Cic.Att.9.4.2.2 best in any way, bravest,ἀνδρῶν αὖ μέγ' ἄ. ἔην Τελαμώνιος Αἴας Il.2.768
, cf. 7.50, etc.; οἰωνοπόλων, σκυτοτόμων ὄχ' ἄ., 6.76, 7.221.b c. dat. modi,βουλῇ μετὰ πάντας.. ἔπλευ ἄ. 9.54
, al.;ἔγχεσιν εἶναι ἀρίστους Od.4.211
.c c. acc. rei,εἶδος ἄριστε Il.3.39
;ψυχὴν ἄ. Ar.Nu. 1048
.d c. inf.,ἄριστοι μάχεσθαι X.Cyr.5.4.44
; ἄ. διαβολὰς ἐνδέκεσθαι readiest to give ear to calumnies, Hdt.3.80; ἄ. ἀπατᾶσθαι best, i.e. easiest, to cheat, Th.3.38.II of animals, things, etc., best, finest,ἵπποι Il.2.763
; μήλων, ὑῶν, Od.9.432, 14.414;τεύχε' ἄριστα Il.15.616
;χῶρος Od.5.442
;ποταμῶν ἄ. τά τε ἄλλα καὶ ἀκέσασθαι Hdt.4.90
; ἄριστα φέρεσθαι win an excellent reward, S.El. 1097 (lyr.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἄριστος
-
113 ἐνδιατάσσω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνδιατάσσω
-
114 ἐννεάχωρος
ἐννεᾰ-χωρος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐννεάχωρος
-
115 ἐνστρατοπεδεύω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐνστρατοπεδεύω
-
116 ἐπισκοπέω
A- σκοπήσω Babr. 103.8
: [tense] aor. - εσκεψάμην, later- εσκόπησα Luc.Herm.44
, 59: [tense] pf.ἐπέσκεμμαι Hp.VM14
, Pl.Epin. 990a; also in pass. sense, Arist.Cael. 299a10, PA 692a18:— look upon or at, inspect, observe, ἱστορίας καὶ τἆλλαἔγγραφα Milet.3.155
(ii B.C.) (also in [voice] Med., (iii B.C.), etc.); regard,τἄμ' ἐ. κακά E.Heracl. 869
; of tutelary gods, Θηβαΐας ἐπισκοποῦντ' ἀγυιάς, of Bacchus, S.Ant. 1136 (lyr.);Ἴλιον.. ἐπισκοπεῖ σεμνὸς Ποσειδῶν E.IT 1414
, cf. Ph. 661 (lyr.); ὦΔῆμ', ἐναργῶς ἡ θεός σ' ἐπισκοπεῖ Ar.Eq. 1173
, cf. 1186; also of a ruler,ἐ. τὴν πολιτείαν Pl.R. 506b
, cf. X.Oec.4.6 (so in [voice] Med., θαμὰ ἐπεσκοπεῖτο ἡμᾶς observed, Pl.Ly. 207a): folld. by Relat., ἐ. καὶ ἀναμετρήσαντεςὅσῳ ἐλάσσων ὁ χῶρος γέγονε Hdt.2.109
;ἐ. πῶς ἔχει Pl. Grg. 451c
;τόδε ἐπίσκεψαι εἴ τι λέγω Id.Phd. 87b
, cf. X.Mem.2.1.22;πότερον.. ἤ.. Pl.R. 518a
;τίς εἴη.. X.Mem.3.2.4
, cf. Smp.1.12; ἐ. μή.. take care lest, Ep.Hebr.12.15.2. visit, ὦ θάνατε, νῦν μ'ἐπίσκεψαι μολών S.Aj. 854
; visit as a friend (ironically), D.9.12; esp. visit the sick, X.Cyr.8.2.25, Mem.3.11.10; of the physician, Hdn.4.2.4:—[voice] Med., D.59.56, Gal.11.2, 14.633:—[voice] Pass., εὐνὴν ὀνείροις οὐκ ἐπισκοπουμένην visited not by dreams, i.e. sleepless, A.Ag. 13.3. of a general, inspect, review,τὰς τάξεις X.An.2.3.2
; τὰὅπλα Id.Cyr.6.3.21
, cf. A.Eu. 296.4. consider, reflect, meditate,ὅ τι ἂν μέλλῃς ἐρεῖν, πρότερον ἐπισκόπει τῇ γνώμῃ Isoc.1.41
; also ἐ. ;περί τινος Id.Prt. 348d
, al., Ceb.35.5;ὑπέρ τινος Plb.3.15.2
;σαυτὸν ἐ. ὅστις εἴης X.Mem.4.2.24
;ἐ. τίς.., ποία τις.. Arist.Pol. 1274b32
; πότερον.. ib. 1276b16:—[voice] Med., examine with oneself, meditate, Pl.Phd. 91d;εἰς τὸ ἀληθὲς ἐ. τι Id.Phlb. 61e
, cf. Alex. 219.8, Philem.46:—[voice] Pass., [tense] pf. (v.supr.).5. exercise the office of ἐπίσκοπος, v.l.in 1 Ep.Pet.5.2.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπισκοπέω
-
117 ἐπιτερπής
ἐπιτερπ-ής, ές,A pleasing, delightful, ;ἃ καὶ λόγῳ.. ἀκούειν οὐκ ἐπιτερπές Pl.Phdr. 240e
;ἰδεῖν Plu.Rom.16
;τῶν πεπραγμένων ἐ. αἱ μνῆμαι Arist.EN 1166a25
: [comp] Sup.,τὰ -έστατα Democr.233
. Adv.-πῶς, διατίθεσθαι Phld.Mus.p.84K.
, cf. Plu.Num.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιτερπής
-
118 ἐρατός
A lovely, of places and things,δῶρ' ἐρατὰ..χρυσέης Ἀφροδίτης Il.3.64
;ἔργ' ἀνθρώπων Hes.Th. 879
; φιλότης ib. 970 ; χέλυς, φωνή, πόλις, h.Merc. 153, 426, h.Ap. 477 ; βᾶμα beloved footfall, Sapph.Supp.5.17 ;χῶρος Archil.21.4
;ἔπεα Alcm.45
;ὄψ B.16.129
;νίκα Corinn.Supp.1.24
; αἰδώς, κῶμοι, Pi.P.9.12,I.2.31 ;ὠδίς Id.O.6.43
: [comp] Sup.,παίδων -ώτατον ἄνθος AP12.151
: used by Trag. in Lyr., (anap.); ; (s.v.l.); ; of persons,φυὴν ἐρατή Hes.Th. 259
, 355 ;νέοι ἄνδρες ἐ. Thgn.242
;παῖς Pi.O.10
(11).99 : neut. as Adv.,ἐρατὸν κιθαρίζειν h.Merc. 423
, 455.2 beloved,ἀνδράσι μὲν θηητὸς ἰδεῖν ἐ. δὲ γυναιξί Tyrt.10.29
. —[dialect] Ep. and Lyr. word. -
119 ἐρῆμος
ἐρῆμος, ον, fem.Aἐρήμη Od.3.270
, S.OC 1719(lyr.), Ant. 739, Tr. 530 (lyr.), and in the phrase δίκη ἐρήμη (v. infr. III): [dialect] Att. [full] ἔρημος, ον, acc. to Hdn.Gr.2.938 : [comp] Comp.- ότερος Th.3.11
, Lys.29.1, etc.: [comp] Sup.- ότατος Hdt.9.118
:—desolate, lonely, solitary,1 of places,ἐς νῆσον ἐρήμην Od.3.270
;χῶρος Il.10.520
; τὰ ἐ. τῆς Λιβύης the desert parts.., Hdt.2.32, cf. Th.2.17 ; ἡ ἐρῆμος (sc. χώρα) Hdt.4.18 ;ἡ ἐρήμη Ael.NA 7.48
: pl., ib.3.26 ; empty,πνύξ Ar.Ach.20
.2 of personsor animals, τὰ δ' ἐρῆμα φοβεῖται (i.e. the sheep), Il.5.140 ;ξέρξην ἔ. μολεῖν A. Pers. 734
(troch.) ;ἧσθαι δόμοις ἔ. Id.Ag. 862
;πόρτις ἐρήμα S.Tr. 530
(lyr.) ;ἔ. κἄφιλος Id.Ph. 228
;τὸν θεὸν ἔ. ἀπολιπόντε Ar.Pl. 447
; freq. of poor, friendless persons, And.4.15, etc.; ἐρημότεροι, opp. δυνατώτεροι, Th.3.11; ;εἰς ὀρφανὰ καὶ ἔ. ὑβρίζειν Pl.Lg. 927c
; solitary, not gregarious,Plu.
Caes.63 : neut. as Adv., ἔρημα κλαίω I weep in solitude, E.Supp. 775; ἔρημον ἐμβλέπειν to look vacantly, Ar.Fr. 456.II c. gen., reft of, void or destitute of,[χώρη] ἐ. πάντων Hdt.2.32
;ἀνθρώπων Id.4.17
, cf. 18 ;ἀνδρῶν Id.6.23
, S.OT57 ;Ἀθηναίων Hdt.8.65
;στέγαι φίλων ἔ. S.El. 1405
;Πειραιᾶ ἔ. ὄντα νεῶν Th.8.96
; τῇ ἦν ἐρημότατον τῶν πολεμίων (sc. τὸ τεῖχος) Hdt.9.118 ;[τὰ γεγραμμένα] ἀπόντος τοῦ γράψαντος ἔρημα τοῦ βοηθήσοντός ἐστιν Isoc.Ep.1.3
;θεῶν ἔρημα εἶναι πάντα Pl.Lg. 908c
.2 of persons, bereft of,συμμάχων Hdt.7.160
; (lyr.);πατρὸς ἢ μητρός Pl.Lg. 927d
;πρὸς φίλων S.Ant. 919
; so ἔ. οἶκος a house without heirs, Is.7.31.3 with no bad sense, wanting, without,ἐσθὴς ἐρῆμος ὅπλων Hdt.9.63
; free from,ἀνδρῶν κακῶν ἔρημος πόλις Pl.Lg. 862e
.III ἐρήμη, rarely ἔρημος (with or more commonly without γραφή, δίκη, δίαιτα), ἡ, an undefended action, in which one party does not appear, and judgement goes against him by default, ἤλπιζε.. τὴν γραφὴν..ἐρήμην ἔσεσθαι would be undefended, Antipho 2.1.7 ; ; δίκην εἷλον ἐρήμην I got judgement by default, D.21.81 ;ἐρήμην αὐτὸν λαβόντες..εἷλον Lys.20.18
; τὴν ἔρημον δεδωκότα having given it by default in one's favour, D.21.85 ; ἔρημον ὦφλε δίκην he let it go by default, ib.87, cf. Antipho 5.13 ; ;ἐρήμην καταδιαιτῆσαί τινος Id.40.17
; γενομένης ἐρήμου κατὰ Μειδίου Test. ap. eund.21.93 ; ἐρήμην κατηγορεῖν to accuse in a case where there was no defence, Pl.Ap. 18c, cf. D.21.87 ; ἐρήμην or ἐξ ἐρήμης κρατεῖν, Luc.Anach.40, JTr.25 ;ἁλῶναι Id.Tox.11
, etc.3 for ἐρήμας τρυγᾶν v. sub τρυγάω. -
120 ἐφίμερος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐφίμερος
См. также в других словарях:
Χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χῶρος — a definite space masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρος — Για τη στοιχειώδη γεωμετρία, χ. είναι μια αυτονόητη έννοια και αποτελείται από το περιβάλλον μέσα στο οποίο είναι δυνατόν να τοποθετηθούν νοερά τα άλλα, επίσης αυτονόητα, γεωμετρικά στοιχεία: σημεία, ευθείες, επίπεδα. Τα σύγχρονα όμως μαθηματικά… … Dictionary of Greek
χώρος — ο 1. έκταση που πιάνει κάτι είτε κατά τις δύο είτε κατά τις τρεις διαστάσεις του: Μετρούν το χώρο των αιθουσών του σχολείου. 2. ελεύθερη έκταση. 3. το απέραντο διάστημα, το άπειρο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Αινύρων χώρος — Τοποθεσία της Θάσου κατά την αρχαιότητα, στην ανατολική παραλία της, απέναντι από τη Σαμοθράκη. Κοντά σε αυτήν λειτουργούσαν μεταλλεία χρυσού, που κατά την παράδοση τα ανακάλυψαν οι Φοίνικες και τα οποία αναφέρει ο Ηρόδοτος. Σώζονται μερικά… … Dictionary of Greek
εργαστήριο — Χώρος με κατάλληλο εξοπλισμό για την εκτέλεση ορισμένων εργασιών ή διαδικασιών (με την έννοια αυτή ε. είναι και μια μικρή βιοτεχνία)· ειδικότερα, χώρος που εξοπλίζεται με τα κατάλληλα μέσα για την πραγματοποίηση πειραμάτων στα πεδία της… … Dictionary of Greek
πρόδομος — Χώρος στα σπίτια των αρχαίων, η πρώτη αίθουσα στην οποία έμπαινε ο επισκέπτης που ερχόταν από την αυλή. Oνομάζεται και προθάλαμος. Π. είχαν συνήθως τα σπίτια των Αθηναίων και Ρωμαίων που ήταν εύποροι. Ο π. αντιστοιχεί προς τον σύγχρονο διάδρομο,… … Dictionary of Greek
στάδιο — Χώρος οργανωμένος για τη διεξαγωγή αθλητικών αγώνων με την παρουσία θεατών. Ο όρος στάδιο προέρχεται από τα αρχαία ελληνικά και σημαίνει την απόσταση των αγώνων δρόμου. Αργότερα, στην αρχαία πάντοτε Ελλάδα, σήμαινε μια μονάδα μέτρησης αποστάσεων… … Dictionary of Greek
αυλή — Χώρος αστέγαστος και περιτοιχισμένος μπροστά από σπίτι, ή πίσω ή και γύρω απο αυτό. Μεταφορικά λέγεται και το προσωπικό ενός ηγεμόνα. Η α. πρωτοεμφανίστηκε στα ανάκτορα των βασιλιάδων της ομηρικής Ελλάδας, της Αιγύπτου, της Ασσυρίας κλπ. Στα… … Dictionary of Greek
ιερό — Χώρος στον οποίο, όπως πίστευαν οι αρχαίοι Έλληνες, κάποια θεότητα εκδήλωνε την παρουσία της και δεχόταν εκεί τη λατρεία των πιστών. Η έννοια του ι. ήταν επίσης γνωστή και σε άλλους λαούς. Στην αρχαία ελληνική θρησκεία αποτελούσε εξέλιξη του… … Dictionary of Greek
παλαίστρα — Χώρος όπου υπήρχαν οι απαραίτητες εγκαταστάσεις για τα αγωνίσματα πάλης. H αρχαία ελληνική π., που συχνά αποτελούσε τμήμα του γυμνασίου (γυμναστηρίου), απαρτιζόταν από ένα περιστύλιο που περιέκλειε έναν τετράγωνο ή ορθογώνιο αμμοστρωμένο χώρο,… … Dictionary of Greek