-
1 αρεστός
-
2 ἀρεστός
-
3 ἀρεστός
A acceptable, pleasing, Semon.7.46, Hdt.1.119, Men. Epit.71, Phld.Po.1676.1, etc.;ἔμοιγε οὐκ ἀρεστά Hdt.2.64
;τῶν σῶν λόγων ἀ. οὐδέν S.Ant. 500
, cf. OT 1096 (lyr.);τἀρεστὰ ὑμῖν αὐτοῖς αἱρεῖσθαι Lys.14.15
;τὸ αἱρετὸν ἀρεστόν Chrysipp.Stoic.3.9
; οἴνου παρέχειν ἀρεστόν a sufficient quantity, IG12(5).647.17 ([place name] Ceos); satisfactory, PSI 3.171.16 (ii B. C.); of persons, acceptable, approved,τινί X.Cyr.2.3.7
, SIG577.58 (Milet., iii/ii B. C.), etc. Adv., ἑωυτῷ ἀρεστῶς quite to his own satisfaction, Hdt.6.129;ἀ. τοῖς ναοποιοῖς IG7.3073.52
(Lebad.);ὄχλοις ἀρεστῶς λέγειν Plu.2.6b
;ἐσθίειν ἀ. θεοῖς Arr.Epict.1.13.1
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀρεστός
-
4 ἀρεστός
ἀρεστός, ή, όν (Semonides, Hdt.+) pert. to being satisfying, pleasing τὰ ἀ. τ. θεῷ ποιεῖν (the Pythagorean Ecphantus in Stob. 4, 7, 65 H.; Porphyr., Abst. 1, 25; Sir 48:22) do what is pleasing to God J 8:29. Also ἐνώπιον τοῦ θεοῦ (Is 38:3; Tob 4:21; Da 4:37a) 1J 3:22 (s. ἀρέσκω 2b). ἔστιν ἀ. τῷ θεῷ B 19:2 (cp. Just., A I, 10, 3); τ. κυρίῳ D 4:12.—Of pers. (Aristoxenus, Fgm. 70 πλήθει [=the masses] ἀρεστὸν εἶναι; SEG I, 572, 6; Sb 6649, 5; Tob 4:3; 2 Esdr 19 [Neh 9]: 37; Jos., Ant. 16, 135) τ. Ἰουδαίοις Ac 12:3; οὐκ ἀ. ἐστιν w. acc. and inf. foll. it is not desirable 6:2 (B-D-F §408). S. εὐάρεστος.—DELG s.v. ἀρέσκω. M-M. TW. -
5 ἀρεστός
-ή,-όν + A 10-0-4-6-15=35 Gn 3,6; 16,6; Ex 15,26; Lv 10,19; Dt 6,18pleasing Dt 6,18; pleasing to, pleasant to [τινι] Gn 3,6; acceptable to, pleasing to [τινι] Gn 16,6ὀπίσω τῶν ἀρεστῶν τῆς καρδίας αὐτῶν after the lusts of their heart Jer 9,13 Cf. DANIEL, S. 1966, 193-194; →NIDNTT; TWNT -
6 αρέσθ'
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστά, ἀρεστήςmasc voc sgἀρεστά, ἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεσταί, ἀρεστήςmasc nom /voc plἀρεστά, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρεστέ, ἀρεστόςacceptable: masc voc sgἀρεσταί, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc plἀρέσθαι, αἴρωattach: aor inf mid -
7 ἀρέσθ'
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστά, ἀρεστήςmasc voc sgἀρεστά, ἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεσταί, ἀρεστήςmasc nom /voc plἀρεστά, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρεστέ, ἀρεστόςacceptable: masc voc sgἀρεσταί, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc plἀρέσθαι, αἴρωattach: aor inf mid -
8 αρέστ'
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστά, ἀρεστήςmasc voc sgἀρεστά, ἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεσταί, ἀρεστήςmasc nom /voc plἀρεστά, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρεστέ, ἀρεστόςacceptable: masc voc sgἀρεσταί, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc pl -
9 ἀρέστ'
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστά, ἀρεστήςmasc voc sgἀρεστά, ἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεσταί, ἀρεστήςmasc nom /voc plἀρεστά, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic)ἀρεστέ, ἀρεστόςacceptable: masc voc sgἀρεσταί, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc pl -
10 αρεστόν
ἀρεστόςacceptable: masc acc sgἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc sg——————ἀρεστόν, ἀρεστόςacceptable: masc acc sgἀρεστόν, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc sg -
11 αρεστά
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστήςmasc voc sgἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
12 ἀρεστά
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστήςmasc voc sgἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
13 ταρεστά
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστά, ἀρεστήςmasc voc sgἀρεστά, ἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεστά, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
14 τἀρεστά
ἀρεστά̱, ἀρεστήςmasc nom /voc /acc dualἀρεστά, ἀρεστήςmasc voc sgἀρεστά, ἀρεστήςmasc nom sg (epic)ἀρεστά, ἀρεστόςacceptable: neut nom /voc /acc plἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc /acc dualἀρεστά̱, ἀρεστόςacceptable: fem nom /voc sg (doric aeolic) -
15 αρεστώ
ἀρεστήςmasc gen sg (attic epic ionic)ἀρεστόςacceptable: masc /neut gen sg (doric aeolic)——————ἀρεστόςacceptable: masc /neut dat sg -
16 αρεστών
-
17 ἀρεστῶν
-
18 αρεστή
-
19 ἀρεστῇ
-
20 αρεστής
См. также в других словарях:
ἀρεστός — acceptable masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αρεστός — ή, ό (AM ἀρεστός, ή, όν) αυτός που αρέσει, ευχάριστος, ευάρεστος αρχ. αυτός που είναι ευπρόσδεκτος, που έχει εγκριθεί ή επιδοκιμαστεί. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρέσκω. ΣΥΝΘ. αυτάρεστος, δυσάρεστος, ευάρεστος, θεάρεστος αρχ. ανήρεστος, θυμάρεστος. Απαντούν… … Dictionary of Greek
αρεστός — ή, ό επίρρ. ά ευχάριστος, ευπρόσδεκτος, συμπαθής: Ξέρω πως ο άνθρωπος αυτός δε σου είναι αρεστός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀρεστόν — ἀρεστός acceptable masc acc sg ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστοί — ἀρεστός acceptable masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστούς — ἀρεστός acceptable masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῆς — ἀρεστός acceptable fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστή — ἀρεστός acceptable fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῶς — ἀρεστός acceptable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρεστῷ — ἀρεστός acceptable masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρέσθ' — ἀρεστά̱ , ἀρεστής masc nom/voc/acc dual ἀρεστά , ἀρεστής masc voc sg ἀρεστά , ἀρεστής masc nom sg (epic) ἀρεσταί , ἀρεστής masc nom/voc pl ἀρεστά , ἀρεστός acceptable neut nom/voc/acc pl ἀρεστά̱ , ἀρεστός acceptable fem nom/voc/acc dual ἀρεστά̱ … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)