-
1 χιλεύω
-
2 χιλή
-
3 χιλήγονος
χῑλ-ήγονος, ον,Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χιλήγονος
-
4 χιλός
A green fodder for cattle, esp. for horses and beasts of burden, forage, provender, Hdt.4.140, X.An.1.9.27; τὰ δὲ κτήνη πάντα χιλῷ ἔνδον ἐτρέφοντο ib.4.5.25; of soldiers, forage,Id.
Cyr.6.3.5; πρὸς χ. διατελέσαι (sc. τὴν ὁδόν ) complete a stage for forage, Id.An.1.5.7; ἵπποις χ. ἐμβαλεῖν, παραβάλλεσθαι ([voice] Pass.), Plu.Eum.9, 2.678a;ξηρὸς χ.
hay,X.
An.4.5.33.2 later, pasturage, Babr. l.c. -
5 χειλίαρχος
A = χιλ- Sammelb.4018.3, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χειλίαρχος
-
6 Έρῑνῡς
Έρῑνύ̄ς, -ύοςGrammatical information: f.Meaning: name of a revenging god(dess), orig. perh. the revenging soul of the the murdered man; appellativ. `revenge, curse' (Il.), name of Demeter in Arcadia (Antim., Call., Paus. 8, 25, 6).Other forms: On the length of the υ see LSJ. Εριννυς rejected by LSJDialectal forms: Myc. Erinu.Derivatives: ἐρινυώδης `like the E.' (Plu.); ἐρινύω = θυμῳ̃ χρῆσθαι (Arc., Paus. l. c., EM), cf. Bechtel Dial. 1, 390.Origin: PG [a word of Pre-Greek origin]Etymology: Uncertain; diff. proposals: to ἔρις, ὀρίνω (Solmsen KZ 42, 230 n. 2), to Skt. ríṣyati `be damaged' (Ehrlich Sprachgesch. 35, Prellwitz KZ 47, 187); to Skt. roṣati, ruṣyati `be unpleasant, be angry' with dissimilation υ-υ to ι-υ (Froehde BB 20, 187f.); cf. Kretschmer Glotta 9, 233. Etym. from Sanskrit are improbable - A connection with the mythical stallion Έρίων ( Άρίων, ΌρίϜων; Bechtel Dial. 1, 349; s. also v. Wilamowitz Glaube 1, 399f.) requires further demonstration. - On the Erinyes Nilsson Gr. Rel. 1, 100f. - It is to be expected that the name is Pre-Greek. Cf. Herter, Lexis 3(1954)232 and Arena, Helikon 6 (1966)144f. Neumann, Sprache 32 (1986) 43-51 proposes * eri-snh₁-u- `who provokes struggle', from * sneh₁- as in νεῦρον. This would give, however, * eri-san-u- \> * eri-(h)anu-; this could be avoided by assuming that the laryngeal was lost in the compound. But does `provoke struggles' fit? Heubeck, Glotta 64 (1986), who accepts Neumann, answers no; (in fact he says that such a meaning "zwar nicht restlos geschwunden, aber doch... weitgehend zurückgedrängt worden ist", p. 164. The Erinyes have nothing to do with ἔρις, and the proposal cannot be correct; their primary function is to punish. So there is no good IE etymology and the word will be Pre-Greek. (The ending -ῡς would have to be from - uH-s, i.e. - u-h₂- (there is no suffix - uH-_), but Motionsfem. of this type in Greek are not known). I think that the ending is Pre-Greek. Also the variation ν\/νν may represent a palatal (phoneme) ny (cf. ly in Α᾽χιλ(λ)εύς; for the phenomenon see Beekes, Pre-Greek B 1).Page in Frisk: 1,559Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > Έρῑνῡς
-
7 χιλιάς
χιλιάς, άδος, ἡ (χίλιοι; Aeschyl., Hdt.+; LXX; TestSol 26:9 H; TestAbr, TestJob, JosAs; GrBar 4:10) a group of a thousand, a thousand pl. (En 10:17, 19; Jos., Ant. 6, 193) Lk 14:31ab; Ac 4:4; 1 Cor 10:8; Rv 7:4–8; 11:13; 14:1, 3; 21:16; 1 Cl 43:5. χίλιαι χιλιάδες 34:6 (Da 7:10). χιλιάδες χιλιάδων thousands upon thousands Rv 5:11 (χιλιάδων also a loanw. in rabb.). In Rv the noun denoting what is counted may stand in the same case as χιλ. (so Theophanes Conf., Chron. 482, 14 deBoor λ´ χιλιάδες νομίσματα; 7, 17 πολλὰς μυριάδας μάρτυρας) instead of the gen. 7:4, 5a, 8c; 11:13; cp. ἐπὶ σταδίων δώδεκα χιλιάδων 21:16 (ἐπὶ σταδίους δώδεκα χιλιάδων v.l.). The millennium χιλιάδα τινὰ … ἐτῶν ἔσεσθαι Papias (2:12).—DELG s.v. χίλιοι. M-M. TW.
См. также в других словарях:
Γκριν, Τόμας Χιλ — (Thomas Hill Green, Μπέρκιν, Γιόρκσαϊρ 1836 – Οξφόρδη 1882).Άγγλος φιλόσοφος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του αγγλικού νεοεγελιανισμού. Η γνωσιολογική θεωρία του, που τονίζει τον ενεργό … Dictionary of Greek
Γουίντμιλ Χιλ — (Windmill Hill). Προϊστορικό οχυρωμένο χωριό του Γουιλτσάιρ, από το οποίο πήρε την ονομασία του ένας σημαντικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε κυρίως στη νότια Αγγλία κατά το τέλος της νεολιθικής εποχής. Οι λαοί του πολιτισμού αυτού ασχολούνταν… … Dictionary of Greek
Χέσαλ, Άρθουρ - Χιλ — (Hδssal, 1817 – 1894). Άγγλος γιατρός. Ήταν διδάκτορας του πανεπιστημίου του Λονδίνου (1851) και γιατρός του εκεί Βασιλικού νοσοκομείου. Έγραψε πολλές εργασίες πάνω στην ανατομική φυσιολογία, στη χημεία, στην ανατομοπαθολογία, στη βοτανική, στη… … Dictionary of Greek
καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… … Dictionary of Greek
Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… … Dictionary of Greek
γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… … Dictionary of Greek
Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… … Dictionary of Greek
Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… … Dictionary of Greek
Κάνσας — I (Kansas). Ομόσπονδη πολιτεία (213.063 τ. χλμ., 2.715.884 κάτ. το 2002) των κεντρικών ΗΠΑ. Συνορεύει με τις πολιτείες Νεμπράσκα στα B, Μισούρι στα A, Οκλαχόμα στα Ν και Κολοράντο στα A. Πρωτεύουσα είναι η Τοπίκα. Μορφολογικά, το Κ. αποτελείται… … Dictionary of Greek
Κεχαγιά, Καλλιόπη — (Προύσα 1839 – 1905). Λόγια και παιδαγωγός. Το 1850 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ και στο Αρσάκειο. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Γουόλτερ του Λονδίνου και επέστρεψε στην Αθήνα μετά την… … Dictionary of Greek
Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… … Dictionary of Greek