Перевод: с греческого на английский

с английского на греческий

χῑλ-ός

См. также в других словарях:

  • Γκριν, Τόμας Χιλ — (Thomas Hill Green, Μπέρκιν, Γιόρκσαϊρ 1836 – Οξφόρδη 1882).Άγγλος φιλόσοφος. Καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, θεωρείται ένας από τους κυριότερους εκπροσώπους του αγγλικού νεοεγελιανισμού. Η γνωσιολογική θεωρία του, που τονίζει τον ενεργό …   Dictionary of Greek

  • Γουίντμιλ Χιλ — (Windmill Hill). Προϊστορικό οχυρωμένο χωριό του Γουιλτσάιρ, από το οποίο πήρε την ονομασία του ένας σημαντικός πολιτισμός που αναπτύχθηκε κυρίως στη νότια Αγγλία κατά το τέλος της νεολιθικής εποχής. Οι λαοί του πολιτισμού αυτού ασχολούνταν… …   Dictionary of Greek

  • Χέσαλ, Άρθουρ - Χιλ — (Hδssal, 1817 – 1894). Άγγλος γιατρός. Ήταν διδάκτορας του πανεπιστημίου του Λονδίνου (1851) και γιατρός του εκεί Βασιλικού νοσοκομείου. Έγραψε πολλές εργασίες πάνω στην ανατομική φυσιολογία, στη χημεία, στην ανατομοπαθολογία, στη βοτανική, στη… …   Dictionary of Greek

  • καθίζηση — Κατολίσθηση εδάφους και οικοδομής· η συσσώρευση ιζήματος από κάποιο υγρό στον πυθμένα δοχείου. (Γεωλ.) Γεωλογικό φαινόμενο κατά το οποίο ένα τμήμα πετρωμάτων του στερεού φλοιού της Γης αποχωρίζεται και πέφτει σε χαμηλότερη θέση. Οι λόγοι που… …   Dictionary of Greek

  • Ισπανία — Επίσημη ονομασία: Βασίλειο της Ισπανίας Έκταση: 504.782 τ. χλμ. Πληθυσμός: 40.037.995 (2001) Πρωτεύουσα: Μαδρίτη (2.882.860 κάτ. το 2000)Κράτος της νοτιοδυτικής Ευρώπης, στην Ιβηρική χερσόνησο. Συνορεύει στα ΒΑ με τη Γαλλία και την Ανδόρα, στα Δ… …   Dictionary of Greek

  • γραμματόσημο — Χάρτινο ένσημο που βεβαιώνει ότι πληρώθηκε ένα ποσό σε αντάλλαγμα του οποίου η ταχυδρομική υπηρεσία αναλαμβάνει να μεταφέρει ένα γράμμα, ένα δέμα ή οποιοδήποτε άλλο αντικείμενο στον προορισμό του. Ανάλογα με τον σκοπό για τον οποίο προορίζονται,… …   Dictionary of Greek

  • Αντίγκουα και Μπαρμπούντα — Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική. Υπάγεται στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Υπήνεμων Νήσων (Leeward Islands), στο ανατολικό άκρο της Καραϊβικής θάλασσας.Νησιωτικό κράτος της Καραϊβικής θάλασσας, στην Κεντρική Αμερική.… …   Dictionary of Greek

  • Αυστραλία — Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό και τον Ειρηνικό ωκεανό, που περιλαμβάνει την ομώνυμη μεγάλη νήσο του νότιου Ειρηνικού (λόγω του μεγέθους θεωρείται ηπειρωτικό έδαφος), την Τασμανία και άλλα νησιά.Κράτος της Ωκεανίας, ανάμεσα στον Ινδικό… …   Dictionary of Greek

  • Κάνσας — I (Kansas). Ομόσπονδη πολιτεία (213.063 τ. χλμ., 2.715.884 κάτ. το 2002) των κεντρικών ΗΠΑ. Συνορεύει με τις πολιτείες Νεμπράσκα στα B, Μισούρι στα A, Οκλαχόμα στα Ν και Κολοράντο στα A. Πρωτεύουσα είναι η Τοπίκα. Μορφολογικά, το Κ. αποτελείται… …   Dictionary of Greek

  • Κεχαγιά, Καλλιόπη — (Προύσα 1839 – 1905). Λόγια και παιδαγωγός. Το 1850 εγκαταστάθηκε στην Αθήνα, όπου φοίτησε στο παρθεναγωγείο Χιλ και στο Αρσάκειο. Αργότερα παρακολούθησε μαθήματα στο παρθεναγωγείο Γουόλτερ του Λονδίνου και επέστρεψε στην Αθήνα μετά την… …   Dictionary of Greek

  • Μέρεντιθ, Τζορτζ — (George Meredith, Πόρτσμουθ 1828 – Μποξ Χιλ, Σάρεϊ 1909). Άγγλος ποιητής και μυθιστοριογράφος. Καταγόταν από ευγενική, αλλά μεσοαστική οικογένεια. Σπούδασε στη Γερμανία, όπου το κλίμα που προηγήθηκε της επανάστασης του 1848 είχε αποφασιστική… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»