Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

χᾰμ-αί

См. также в других словарях:

  • χαμ(αι)- — α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίρρημα χαμαί* και δηλώνει ότι κάτι υπάρχει, βρίσκεται ή γίνεται κάτω, στο έδαφος, καταγής, χαμηλά (πρβλ. χαμαι βάμων, χαμ ερπής), χρησιμοποιήθηκε, όμως, και… …   Dictionary of Greek

  • Χαμ — Βιβλικό πρόσωπο, δευτερότοκος γιος του Νώε. Ο πατέρας του τον καταράστηκε, εξαιτίας της ανευλάβειάς του, να υποδουλωθεί, αυτός και οι απόγονοί του, στους Σημίτες. Οι απόγονοι του X., που λέγονται από το όνομά του Χαμίτες, ήταν, κατά το ι’… …   Dictionary of Greek

  • χἄμ' — ἅμα , ἅμα at once doric (indeclform adverb) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαμ(π)λός — ή, ό, Ν βλ. χαμηλός …   Dictionary of Greek

  • Χαμίτες — Όρος που προέρχεται από τον βιβλικό πίνακα των γενεαλογιών των λαών (Γένεσις, κεφ. I) και αφορά τους απογόνους του Χαμ, γιου του Νώε. Ο όρος χρησιμοποιείται γενικά για να καθορίσει τους μη νεγρικούς πληθυσμούς που κατά τους αρχαίους χρόνους ήταν… …   Dictionary of Greek

  • Χαναάν — Ονομασία που χρησιμοποιείται στη Βίβλο για να χαρακτηρίσει το έδαφος που υποσχέθηκε ο θεός στους απογόνους του Αβραάμ και που περιλαμβανόταν μεταξύ της Μεσογείου, της Νεκράς Θάλασσας, του ρου του Ιορδάνη και του Λιβάνου. H ονομασία είναι… …   Dictionary of Greek

  • νώε — Βιβλικό πρόσωπο. Ήταν πατριάρχης, γιος του Λάμεχ και κατά την αφήγηση της Γένεσης, ο Ν. σώθηκε από τον κατακλυσμό, γιατί ήταν δίκαιος, κατασκευάζοντας κατ’ εντολή του Θεού μια κιβωτό όπου βρήκε άσυλο με την οικογένειά του και όλα τα είδη των ζώων …   Dictionary of Greek

  • Ιάφεθ — Βιβλικό πρόσωπο, άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Ήταν γνωστός ως Ι. ο Δίκαιος. Αναφέρεται στην Παλαιά Διαθήκη ως ο τρίτος γιος του Νώε μετά τον Σημ και τον Χαμ. Για τον σεβασμό που έδειξε προς τον πατέρα του, όταν μεθυσμένος ο Νώε άρχισε να… …   Dictionary of Greek

  • хам — I I – межд., передающее жадное поедание, хамкать есть , хамка собака , детская речь, звукоподражательное. Едва ли правильно сближение с шамать шептать (Ильинский, ИОРЯС 20, 4, 174), которое предполагало бы праслав. древность. II II, род. п. а… …   Этимологический словарь русского языка Макса Фасмера

  • Ham (son of Noah) — Ham (Cham) Children Cush Mizraim Phut Canaan Parents Noah Ham (Hebrew: חָם, Modern H̱am …   Wikipedia

  • Ham (Bibel) — Ham (Hebräisch: חָם, Griechisch Χαμ, Aussprache: Cham) war laut dem Tanach und dem Altem Testament (Gen 9,24) der jüngste Sohn von Noach (Noah) und gilt als Stammvater der Hamiten. Inhaltsverzeichnis 1 Näheres 2 Der Fluch über Ham 3 Irische… …   Deutsch Wikipedia

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»