-
1 χασκω
ἄλλοσε χ. Arph. — зевать по сторонам;
-
2 χάσκω
(αόρ. έχαξα и εχάσκισα) αμετ.1) широко разевать рот; 2) стоять, разинув рот; ротозейничать, зевать, считать ворон; 3) зиять; быть отверстым; иметь расселину (о горах); 4) давать трещину;χάσκουν τα σανίδια — доски трескаются
-
3 κεχηνως
-
4 χανων
-
5 χασκαζω
-
6 αμφιχασκω
разевать пастьἀ. τι Aesch., Anth. — разевать пасть на что-л., угрожать проглотить что-л.
-
7 διαχασκω
досл. расседаться, распадаться, перен. диссонировать(ἁρμονίαι διαχάσκουσαι Arph.)
-
8 εγχασκω
-
9 εκεχηνειν
-
10 κεχηνα
-
11 υποχασκω
-
12 χανοι
эп. aor. opt. 2 к χάσκω -
13 χασκάζω
αμετ. см. χάσκω 2
См. также в других словарях:
χάσκω — yawn pres subj act 1st sg χάσκω yawn pres ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσκω — βλ. πίν. 152 (μόνο στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
χάσκω — χάσκισα και έχαξα 1. ανοίγω υπερβολικά το στόμα. 2. σχηματίζω χάσμα, χαίνω, σχηματίζω άνοιγμα: Χάσκουν τα σανίδια. 3. χαζεύω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαῖνον — χάσκω yawn pres part act masc voc sg χάσκω yawn pres part act neut nom/voc/acc sg χάσκω yawn imperf ind act 3rd pl (homeric ionic) χάσκω yawn imperf ind act 1st sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάσκῃ — χάσκω yawn pres subj mp 2nd sg χάσκω yawn pres ind mp 2nd sg χάσκω yawn pres subj act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχηνότα — χάσκω yawn perf part act neut nom/voc/acc pl χάσκω yawn perf part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχήνετε — χάσκω yawn perf imperat act 2nd pl χάσκω yawn plup ind act 2nd pl (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέχηνε — χάσκω yawn perf imperat act 2nd sg χάσκω yawn perf ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κέχηνεν — χάσκω yawn perf ind act 3rd sg χάσκω yawn plup ind act 3rd pl (epic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαινόντων — χάσκω yawn pres part act masc/neut gen pl χάσκω yawn pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)