-
1 κεχηνα
-
2 Κεχηναιοι
οἱ [κέχηνα] ( по аналогии с Ἀθηναῖοι) кехеняне, т.е. ротозеи Arph. -
3 χαινω
(aor. 2 ἔχᾱνον, pf. 2 κέχηνα)1) раскрываться, разверзаться(ὥς κέ οἱ γαῖα χάνοι! Hom.)
τὸ κεχηνὸς τοῦ πίθου Luc. — зияющее отверстие бочки;τὸ κεχηνὸς τοῦ ῥυθμοῦ Luc. — пробел в стихотворном размере2) разевать рот или пасть Hom.ὅτε δέ κεχήνη προσδοκῶν τὸν Αἰσχύλον Arph. — когда я с разинутым ртом ждал (представления) Эсхила;
νεοσσοὴ κεχηνότες πρός τι Plut. — птенцы, протягивающие разинутые клювы к чему-л.3) изрыгать, произносить(δεινὰ ῥήματα Soph.)
См. также в других словарях:
κέχηνα — χάσκω yawn perf ind act 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχήνασι — κεχήνᾱσι , χάσκω yawn perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχήνασιν — κεχήνᾱσιν , χάσκω yawn perf ind act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κεχηναίος — α, ον (Α Κεχηναῑος, α, ο ν) νεοελλ. αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς αρχ. (ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… … Dictionary of Greek
κεχηνότως — (Α) επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. τού χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»] … Dictionary of Greek
κεχηνώδης — κεχηνώδης, ῶδες, (Α) αυτός που έχει ή αποτελεί χασμωδία. [ΕΤΥΜΟΛ. < κέχηνα (παρακμ. τού χαίνω «χάσκω»), με σχηματισμό κατά τα σε ώδης] … Dictionary of Greek
κεχηνώς — κεχηνώς, υῑα, ός (Α) 1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ») β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς… … Dictionary of Greek
χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι … Dictionary of Greek
χηνύω — Α ιων. τ. χηνυστρῶ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. χην τού χαίνω (πρβλ. κέχηνα)] … Dictionary of Greek
ĝhan- — ĝhan English meaning: to yawn Deutsche Übersetzung: “gähnen, klaffen” Material: Gk. Hom. ἔχανον Aor. (lit. Imperf. to *χα νᾱ μι, *χά νω), κέχηνα perf. (Dor. κεχά̄ναντι) “ yawn, klaffen” (thereafter Lateeres present χαίνω), τὸ… … Proto-Indo-European etymological dictionary