Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

κεχηνώς

См. также в других словарях:

  • κεχηνώς — κεχηνώς, υῑα, ός (Α) 1. αυτός που μένει με ανοιχτό το στόμα, αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηναίος* 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ κεχηνός α) το κενό, το χάσμα, η χασμωδία («τὸ κεχηνὸς τοῡ ρυθμοῡ») β) το ανιαρό, η ανιαρότητα («κεχηκὸς καί ῥάθυμον τῆς… …   Dictionary of Greek

  • κεχηνώς — χάσκω yawn perf part act masc nom/voc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χαίνω — ΝΜΑ 1. έχω ή σχηματίζω χάσμα (α. «το βάραθρο έχαινε μπροστά τους» β. «τότε μοι χάνοι εὐρεῑα χθών», Ομ. Ιλ.) 2. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός και κεχηνώς, υῑα, ός (λόγιος τ.) αυτός που χάσκει, ιδίως από έκπληξη, κατάπληκτος (α. «τόν… …   Dictionary of Greek

  • χάσκω — ΝΜΑ 1. ανοίγω πολύ το στόμα μου, μένω ή κοιτάζω με το στόμα ανοιχτό 2. σχηματίζω άνοιγμα, χαίνω 3. ανοίγω το στόμα λόγω κόπωσης, ανίας ή έλλειψης προσοχής, χαζεύω 4. (η μτχ. παρακμ. ως επίθ.) κεχηνώς, υία, ός βλ. χαίνω μσν. (για καρπούς) σχάζομαι …   Dictionary of Greek

  • ASELLUS — I. ASELLUS apud Petromum Arbitrum: Coeterum in promulsidari asellus erat Corinthius, cum bisaccio positus, qui habebat olivas in altera parte albas, in altera parte nigras, tegebant asellum duae lances, in quarum marginibus nomen Trimalcionis… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • BACCHUS — I. BACCHUS Iovis ex Semele filius. Orpheus in Hymnis. Κιςςοκόμην Διόνυσον ἐρίβρομον ἄρχομ᾿ ἀείδειν. Ζηνὸς καὶ Σεμέλης ἐρικυδέος ἀγλαὸνυἷον. Idem aliô Hymnô Iovis et proserpinae filium putavit. Ε῎υβουλ᾿ ἐυπολύβουλε Διὸς καὶ Περσεφονείας. Hunc Deum …   Hofmann J. Lexicon universale

  • κεχηναίος — α, ον (Α Κεχηναῑος, α, ο ν) νεοελλ. αυτός που χάσκει, χάχας, κεχηνώς αρχ. (ο πληθ. τού αρσ. ως εθνικό όν.) Κεχηναῑοι (κωμικό λογοπαίγνιο τού Αριστοφάνη για τους Αθηναίους) αυτοί που χάσκουν, οι χάχηδες («τῇ Κεχηναίων πόλει», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • κεχηνότως — (Α) επίρρ. με ανοιχτό στόμα, χάσκοντας. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεχηνώς (κέχηνα, μτχ. παρκμ. τού χαίνω «χασμουριέμαι, έχω ανοιχτό το στόμα»] …   Dictionary of Greek

  • λάρος — ο (AM λάρος) είδος θαλάσσιου πτηνού, ο γλάρος («σεύατ ἔπειτ ἐπὶ κῡμα λάρῳ ὄρνιθι ἑοικώς», Ομ. Οδ.) αρχ. 1. μτφ. (για δημαγωγό, ιδίως για τον Κλέωνα) άπληστος («λάρος κεχηνὼς ἐπὶ πέτρας δημηγορῶν», Αριστοφ.) 2. μτφ. ανόητος, μωρός. [ΕΤΥΜΟΛ. Για… …   Dictionary of Greek

  • ԲԱՑԱԲԵՐԱՆԵԱԼ — ( ) NBH 1 470 Chronological Sequence: Early classical այսինքն Բերանաբացեալ. κεχηνώς hians բերանը բաց. *Ի կարօտութենէ անտի իւրեանց (ʼի սովոյ) բացաբերանեալ էին իբրեւ շունք. Եւս. պտմ. ՟Գ. 6 …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • ԲԵՐԱՆԱԲԱՑ — ( ) NBH 1 483 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 11c, 12c, 13c ա.մ. κεχηνώς hians, inhians, χαύκων το στόμα aperto ore Որոյ բերան է բաց. բացեալ բերանով. քաղցեալ եւ ծարաւի, անյագ՝ իրօք կամ նմանութեամբ. լի փափաքմամբ եւ… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»