Перевод: со всех языков на все языки
χάσκ
Ничего не найдено.
См. также в других словарях:
χάσκακας — ο / χάσκαξ, ακος, ΝΜ (σκωπτ.) αυτός που μένει με το στόμα ανοιχτό ενώ παρακολουθεί κάτι, ανόητος, ευήθης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χασκ άζω + επίθημα αξ (πρβλ. σύρφ αξ, χαύν αξ). Το επίθημα αξ προσδίδει στη λ. μειωτική σημ.] … Dictionary of Greek
χάφτας — ο, θηλ. χάφτισσα, τ. αρσ. πληθ. χάφτες και χάφτηδες Ν 1. αυτός που χάφτει λαίμαργα το φαγητό του, λαίμαργος, χαφτανάς 2. μτφ. α) πνευματικά νωθρός, ανόητος β) εύπιστος γ) άπληστος, σφετεριστής δ) το θηλ. γυναίκα ελευθέριων ηθών που εκμεταλλεύεται … Dictionary of Greek