-
1 χωρώ
χωράζωset up: fut ind act 1st sg (attic epic ionic)χωρέωto be fond of dwelling in: pres subj act 1st sg (attic epic doric)χωρέωto be fond of dwelling in: pres ind act 1st sg (attic epic doric)——————χωράζωset up: fut opt act 3rd sg -
2 Χώρω
Χώ̱ρω, Χῶροςa definite space: masc nom /voc /acc dualΧώ̱ρω, Χῶροςa definite space: masc gen sg (doric aeolic)——————Χώ̱ρῳ, Χῶροςa definite space: masc dat sg -
3 Χώρῳ
Βλ. λ. Χώρω -
4 χωρῶ
Βλ. λ. χωρώ -
5 χωρῷ
Βλ. λ. χωρώ -
6 χώρω
χώ̱ρω, χῶροςa definite space: masc nom /voc /acc dualχώ̱ρω, χῶροςa definite space: masc gen sg (doric aeolic)——————χώ̱ρῳ, χῶροςa definite space: masc dat sg -
7 χώρῳ
Βλ. λ. χώρω -
8 χωρώ
I (ε), χωράω (αόρ. (ε)χώρεσα) 1. μετ. вмещать, содержать в себе;η αίθουσα χωρεί χίλιους θεατές — зал вмещает тысячу зрителей;
§ δεν τον χωρεί ο τόπος — он места себе не находит;
δεν τον χωρει το σπίτι — ему дома не по себе;
δεν το χωρεί ο νούς μου — это не укладывается у меня в голове, это непостижимо;
αυτά τα παπούτσια δεν με χωρούν — эти ботинки мне малы;
2. αμετ. помещаться, вмещаться, содержаться;εδώ δεν χωρεί πλέον άλλος — здесь больше никто не поместится;
§ δεν χωρεί δεύτερη γνώμη — двух мнений быть не может;
στούς δυό τρίτος δεν χωρά — третий лишний;
δεν χωράει καμμιά αμφιβολία — не может быть никакого сомнения
χωρώ2II (ε) (αόρ. (ε)χώρησα) идти, двигаться, продвигаться -
9 χωρώ
[хоро] р. (μτβ.) вмещать, помещать, (σμτβ.) вмещаться, помещаться,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χωρώ
-
10 χωρώ
[хоро] ρ (μτβ) вмещать, помещать, (σμτβ) вмещаться, помещаться. -
11 χωρώ
sığmak, almak -
12 sığmak
χωρώ, παίρνω, περιέχομαι -
13 χῶρος
χῶρος [(A)], ὁ,A like χώρα 1, a definite space, piece of ground, place,χῶρον μὲν πρῶτον διεμέτρεον Il.3.315
; διαμετρητῷ ἐνὶ χώρῳ ib. 344; νεκύων διεφαίνετο χῶρος a space clear of the dead, i. e. not filled by them, 8.491; χ. ὑλήεις, ἐρῆμος, οἰοπόλος, ψαμαθώδης, Od.14.2, Il.10.520, 13.473, h.Merc.75; [full] πίων Hes.Op. 390; εὐαής ib. 599;καταστύφελος Id.Th. 806
;ἀσυνήθης Emp.118
; region, ἀτερπὴς χ., of the lower world, Od.11.94, cf. Emp.121; soεὐσεβῶν χ. Lycurg.96
, Pl.Ax. 371c, cf. IG12(7).115.20 ([place name] Amorgos);χ. ἀσεβῶν Pl.Ax. 371e
, Luc.Nec.12; ὁ περίγειος χ. the region of this world,τὸν π. καταλελοιπότες χῶρον μετεωροπολεῖν ἐγνώκασιν Ph.1.196
;δένδρε' ἔθαλλεν χ. Pi.O.3.23
: pl., Hdt.2.178;Βρόμιος δ' ἔχει τὸν χ. A.Eu.24
;θηρῶν οὓς ὅδ' ἔχει χῶρος S.Ph. 1148
(lyr.); ;πόδες δέ οἱ οὐχ ἑνὶ χώρῳ Call.Del. 192
.II land, country, Hdt.4.30; ὁ Λιβυκὸς χ. v. l. in Id.2.19;τοῦ Ἀταρνέος ἐστὶ χ. Id.1.160
;τῆς Ἀραβίης 2.75
: pl., lands,τῶν Θηβαίων ἔκειρε τοὺς χ. Id.9.15
, cf. S.OT 1126: metaph.,τὸ γὰρ νεάζον ἐν τοιοῖσδε βόσκεται χ. Id.Tr. 145
; χ... οὗτος (leg. αὑτός)ἀνθρώπου φρενῶν Id.Fr. 910
.2 landed property, estate, Axiop.5, X.Cyr.7.4.6.3 the country, opp. the town,ἐν τῷ χ. καὶ ἐν τῷ ἄστει Id.Oec.5.4
, cf. 11.18;σπείρω τ' ἄρουραν.. Βερέκυντα χ. A.Fr. 158
.4 country town, IG12(9).189.26 (Eretria, iv B. C., pl.);ὁ χ. ὁ Μοττιανῶν κτλ. LW1745
([place name] Gergis).—Rare in pure [dialect] Att. Prose (Th.2.20, 7.78, f.l. in Antipho 3.2.8), but common in X.------------------------------------χῶρος [(B)], ὁ,A north-west wind, Lat. corus, Act.Ap.27.12. -
14 ΔΕ'Μω
ΔΕ'Μω, bauen; vielleicht verwandt δέω »binden« und δαμάω »bändigen«, Curtius Grundzüge der Griech. Etymol. 1, 57. 200. – Mehrmals bei Homer: imperfect. act., Odyss. 23, 192 τῷ δ' ἐγὼ ἀμφιβαλὼν ϑάλαμον δέμον, ὄφρ' ἐτέλεσσα, πυκνῇσιν λιϑάδεσσι; aorist. 1. act., Iliad. 21, 446 Τρώεσσι πόλιν πέρι τεῖχος ἔδειμα, 9. 349 τεἱχος ἔδειμε, 14, 32 τεῖχος ἐπὶ πρύμνῃσιν ἔδειμαν, 7, 436 ποτὶ δ' αὐτὸν τεῖχος ἔδειμαν πύργους ϑ' ὑψηλούς, 7, 337 ποτὶ δ' αὐτὸν δείμομεν ὦκα πύργους ὑψηλούς, Conjunctiv, homerisch verkürzt, »laßt uns bauen«; perfect. pass., Iliad. 6, 245. 249 ϑάλαμοι ξεστοῖο λίϑοιο, πλησίοι ἀλλήλων δεδμημένοι; plusquamperf. pass., Iliad. 13, 683 ὕπερϑεν τεῖχος ἐδέδμητο χϑαμαλώτατον, Odyss. 9, 185 περὶ δ' αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο κατωρυχέεσσι λίϑοισιν μακρῇσίν τε πίτυσσιν ίδὲ δρυσὶν ὑψικόμοισιν, Odyss. 14, 6 ἔνϑα οἱ αὐλὴ | ὑψηλὴ δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ, Odyss. 1, 426 ὅϑι οἱ ϑάλαμος περικαλλέος αὐλῆς | ὑψηλὸς δέδμητο, περισκέπτῳ ἐνὶ χώρῳ; aorist. 1. medii, Odyss. 6, 9 ἀμφὶ δὲ τεῖχος ἔλασσε πόλει, καὶ ἐδείματο οἴκους, καὶ νηοὺς ποίησε ϑεῶν, καὶ ἐδάσσατ' ἀρούρας, medium Homerisch in der Bdtg des activi; Odyss. 14, 8 αὐλή –· ἥν ῥα συβώτης αὐτὸς δείμαϑ' ὕεσσιν ἀποιχομένοιο ἄνακτος, νόσφιν δεσποίνης καὶ Λαέρταο γέροντος, ῥυτοῖσιν λάεσσι, Scholl. Didym. Ζηνόδοτος δείματο οἶος. – Folgende: Praesens activ. h. Hom. Mercur. 87. 188; partic. aorist. δείμας Eur. Rhes. 232; perf. pass. δέδμανϑ' Theocr. 15, 120, δέδμηνται 25, 24; Her. 9, 10; ὁδόν, einen Weg anlegen, 2, 124. 7, 200. – Med., ἄστη, τέμενος, Plat. Ax. 367 c 370 b; D. Hal. 1, 55; Plut. Num. 14; Luc.
-
15 ὀλίγος
ὀλίγος, wenig; zunächst von der Menge, Ggstz von πολύς; ὀλίγ' ἀπαγγέλλω κακά, Aesch. Pers. 322; ἀριϑμὸν ὀλίγον, kleine Zahl, Eur. Herc. fur. 6; in Prosa überall, ἑνὸς καὶ πλήϑους τὸ ὀλίγον μέσον, Plat. Polit. 303 a; in ἡ ὑπὸ τῶν ὀλίγων δυναστεία, ib. 291 d sind οἱ ὀλίγοι, im Ggstz gegen τὸ πλῆϑος, die wenigen Herrschenden, die Regierungspartei in der Oligarchie; Thuc. 8, 9 u. öfter; αἱ διὰ τῶν ὀλίγων δυναστεῖαι, Dem. 60, 25, vgl. Lept. 108; Arist.; – von räumlicher Ausdehnung, klein; ὀλίγος δ' ἔτι χῶρος ἐρύκει, Il. 10, 161; ὀλίγῳ ἐνὶ χώρῳ, 12, 423; ὀλίγη δ' ἦν ἀμφὶς ἄρουρα, 3, 115; von körperlicher Größe, Αἴας, Oileus Sohn, 2, 529; Od. 9, 515; κῦμα οὔτε μέγ' οὔτ' ὀλίγον, 10, 94; σάκος, Il. 14, 376; ἐν ὀλίγῳ χώρῳ, Her. 9, 70; von der Zeit, χρόνος, Il. 19, 157. 23, 418; ὀλίγη δέ τ' ἀνάπνευσις πολέμοιο, 11, 801; von der Zeit auch Pind. N. 7, 38; ὀλίγον γὰρ χρόνον ἀλλήλοις διειλέγμεϑα, Plat. Apol. 37 a. – Uebh. gering; ὀλίγον δέ μιν ἄχϑος ἐπείγει, Il. 12, 452; δόσις ὀλίγη τε φίλη τε, Od. 6, 208, wie οὐκ ὀλίγαν δόσιν Pind. P. 10, 20; c. inf., zu wenig, um zu, ἐόντων αὐτῶν ὀλίγων τὸν Μήδων στρατὸν ἀλέξασϑαι, Her. 7, 207, vgl. 6, 109; δέκα νῆες ὀλίγαι ἀμύνειν, Thuc. 1, 50. – Adverbial ὀλίγ ο ν, ein wenig, gar wenig; ἱππῆες δ' ὀλίγον μετεκίαϑον, Il. 11, 52; ὀλίγον δὲ παρακλίνας, 23, 424; ἐμεῖ' ὀλίγον προγενέστε ρός ἐστιν, ibd. 789; so bes. bei comparat., ὀλίγον σοφώτερος, Eur. Hipp. 987; ὀλίγον τι πρότερον τούτων, Her. 4, 81. (v. l. ὀλίγῳ, s. unten); τὰ λεχϑέντα ὀλίγον ἔμπροσϑεν, Plat. Phaedr. 277 d; ὀλίγον πρότερον, ὕστερον, Polit. 262 b Gorg. 454 b u. öfter; Xen. An. 7, 2, 20 u. Sp. – Aber beim comparat. steht auch eben so oft ὀλίγῳ, z. B. πρότερον, ὕστερον, Plat. Gorg. 460 c Rep. I, 327 b; οὐκ ὀλίγῳ μου πλεονεκτεῖν διανοεῖ, nicht um ein weniges, Conv. 218 e; – ὀλίγου, um ein weniges, fast, beinahe; Od. 14, 37; μεταξὺ δ' ἀλκὰ δι' ὀλίγου τείνει πύργος ἐν εὔρει, Aesch. Spt. 744; eigtl. vom Preise, ταῦτα ἕτερον ἂν διδάξειεν ὀλίγου, für einen geringen Preis. für ein weniges, Plat. Soph. 234 a (vgl. auch ὀλί. γου δεῖν unter δέω) fast, Prot. 361 c Phaedr. 258 e u. öfter; ὀλίγου εἰς χιλίους, fast an Tausend, Thuc. 4, 124, v. l. ὀλίγῳ; – παρ' ὀλίγον ποιεῖσϑαι, gering achten, Xen. An. 6, 4, 11; παρ' ὀλίγον διέλυσαν τὸν ἄνϑρωπον, beinahe, Pol. 18, 29, 12; παρ' ὀλίγον ἦλϑε τοῦ ἐκπεσεῖν, 2, 55, 4; παρ' ὀλίγον ἦλϑε τὰ πράγματα τοῦ πάντας ἐπανελϑεῖν, es kam beinahe so weit, 33, 2, 1, öfter; – κατ ' ὀλίγον, bei Kleinem, nach u. nach, allmälig, Plat. Tim. 85 d; Her. sagt auch οὗτοι κατ' ὀλίγους γιγνόμενοι ἐμάχοντο, sie kämpften in kleinen Abtheilungen, vereinzelt, 9, 102; τῶν ἄλλων συμμάχων ἐξελέγετο κατ' ὀλίγους, 8, 113; τῶν ὠῶν ἀποῤῥαίνουσι κατ' ὀλίγους τῶν κέγχρων, 2, 93; κατ' ὀλίγας, Plat. Theaet. 197 d, Sp., wie Pol. 8, 16, 6; Hdn. 2, 7, 10 u. öfter; – δι' ὀλίγων, mit Wenigem, in Kürze, εἰ δεῖ δι' ὀλίγων περὶ μεγίστων ὅτι τάχιστα ῥηϑῆναι, Plat. Phil. 31 d; Legg. VI, 778 c; – ἐν ὀλίγῳ, in Kurzem, Apol. 22 b; – δι' ὀλίγου, in kurzem Zwischenraume, bald darauf, ἡ δι' ὀλίγου μελέτη, im Ggstz von ἡ ἐκ πολλοῦ ἐμπειρία, Thuc. 2, 85, vgl. 5, 69; δι' ὀλίγου ἀπελϑεῖν, bald, schnell, 6, 11, auch δι' ὀλίγων, vgl. Valck. Eur. Phoen. 1105; – ἐπ' ὀλίγον, auf kurze Zeit; μετ' ὀλίγον, nach Kurzem, Plat. Legg. XII, 950 d; – ἐξ ὀλίγου, seit Kurzem, dah. plötzlich, Thuc. 2, 61. 5, 64. – Den regelmäßigen comparat. ὀλιγώτερος haben erst Sp., Ael. H. A. 2, 42. 6, 51; auch bei Hippocr. soll er vorkommen, – Das adv. ὀλίγως ist selten, vielleicht nur Strat. 47 (XII, 205). – Superlat. ὀλίγιστος, nur auf die Zahl, Menge gehend, Il. 19, 223, Hes. O. 721; καὶ τοῦτο φύσει ὀλίγιστον γίγνεται γένος, Plat. Rep. IV, 428 e; ὀλίγιστοι τὸν ἀριϑμόν, V, 473 b; ὅτι σμικρόταται και ὀλίγισται ἀδικίαι, Legg. V, 743 b; δύο ἄρα δεῖ τὸ ὀλίγιστον εἶναι, zwei zum wenigsten, Parm. 149 a; auch δι' ὀλιγίστων ἔσφηλε καὶ Δίωνα (vgl. δι' ὀλίγου), Ep. VII, 351 d; einzeln bei den Folgdn; Sp. bilden auch davon noch ὀλιγίστατος u. das adv. ὀλιγίστως. – Die unregelmäßigen ὀλίζων, ὀλιζότερος s. besonders. – In Beziehung auf die Größe wird als comparat. zu ὀλίγος auch μείων u. ἐλάσσων gebraucht, als superl. ἐλάχ ιστος, ἥκιστος.
-
16 влезать
влезать, влезть 1) μπαίνω·σκαρφαλώνω (наверх ) χώνομαι (внутрь ) 2) (уместиться ) χωρώ* * *= влезть2) ( уместиться) χωρώ -
17 взойти
-иду, -идешь, παρλθ. χρ. взошел, -шла, -шло, μτχ. παρλθ. χρ. взошедший, επίρ. μτχ. взойдя ρ.σ.1. ανεβαίνω, ανέρχομαι•взойти на гору ανεβαίνω στο βουνό.
2. βγαίνω, προβάλλω, εμφανίζομαι•солнце взошло ο ήλιος ανέτειλε.
3. φουσκώνω•без дрожжей тесто не -ет χωρίς μαγιά το ζυμάρι δε φουσκώνει.
4. αναφύομαι, φυτρώνω, βγάζω φύτρα•семена взошли οι σπόροι φύτρωσαν.
5. (παλ. κ. απλ.) εισέρχομαι, μπαίνω μέσα, εισδύω•взойти в комнату μπαίνω στο δωμάτιο.
|| χωρώ•не могу больше есть, не взойдет δεν μπορώ να φάω άλλο, δεν περνάει, δεν κατεβαίνει, δε χωράει άλλο.
6. μπαίνω, χωρώ (για ενδύματα, υποδήματα)•этот сапог не -ет мне на ногу αυτή η μπότα δε θα χωρέσει στο πόδι μου.
-
18 влезть
-зу, -зешь, παρλθ. χρ. влез, -ла, -ло, προστκ. влезь ρ.σ.1. σκαρφαλώνω, αναρριχώμαι, ανέρπω•влезть на дерево, на мачту, на крышу σκαρφαλώνω στο δέντρο, στο κατάρτι, στη στέγη.
2. εισχωρώ, εισδύω, μπαίνω μέσα από στενό μέρος•влезть в нору μπαίνω στην κρύπτη•
влезть воры -ли в дом οι κλέφτες μπήκαν στο σπίτι.
|| λαθροχειρώ•влезть в чужой карман κλέβω από τη τσέπη.
3. παρεισδύω, παρεισέρχομαι., τρυπώνω, παρεισφρέω•влезть в кампанию χώνομαι (μπαίνω)με τρόπο στην παρέα.
4. χωρώ•все белье в чемодан не -ет όλα τα εσώρουχα στή βαλίτσα δε χωρούν.
5. μπαίνω, χωρώ•сапоги не -ли οι μπότες δεν μπήκαν, δε μου χώρεσαν (στο πόδι).
εκφρ.не -ешь у кого-н. – δεν μπορείς να μπεις στη σκέψη κάποιου•сколько -ет – όσο χωράει• όσο θέλεις. -
19 вместить
вмещу, вместишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вмещенный, βρ: -щен, -щена, -щено ρ.σ.μ.χωρώ, περιλαβαίνω, περιλαμβάνω•этот шкаф -ит все мой книги αυτή η βιβλιοθήκη θα χωρέσει όλα τα βιβλία μου•
зал не -ил всех пришедших η αίθουσα δε χώρεσε όλους όσοι ήρθαν.
περιλαμβάνομαι, χωρώ. -
20 улечься
улягусь, уляжешься, улягутся, παρλθ. χρ. улгся, улеглась, -лось, προστκ. улягсяρ.σ.1. ξαπλώνω, -ομαι, κατακλίνομαι, πλαγιάζω•улечься на бок πλαγιάζω στο πλευρό.
|| χωρώ καθιστός.2. κάθομαι καλά, όπως χρειάζεται• χωρώ (για αντικείμενα). || πέφτω σιγά-σιγά, κατακάθομαι•пыль -лась η σκόνη κα-τακάθησε.
3. κοπάζω, καλμάρω, ξεπέφτω• κατευνάζω•-гся ветер κόπασε ο άνεμος•
-гся холод έσπασε το κρύο•
-глись страсти κατευνάστηκαν τα πάθη.
См. также в других словарях:
χωρώ — χωρῶ, έω, ΝΜΑ, και ασυναίρ. τ. χωράω Ν [χώρα / χῶρος] 1. (αμτβ.) (λόγιος τ.) (κυριολ. και μτφ.) προχωρώ, προβαίνω, κινούμαι προς κάτι (α. «η τράπεζα δεν σκοπεύει να χωρήσει σε μείωση τών επιτοκίων» β. «πόρρω γὰρ κεχώρηκε τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως»,… … Dictionary of Greek
χωρώ — και χωράω χώρεσα 1. μπορώ να περιλάβω, περικλείνω: Η αίθουσα αυτή χωράει πεντακόσια άτομα. 2. βρίσκω θέση σε κάποιο χώρο, περιέχομαι: Δε χωράμε όλοι στ αυτοκίνητο αυτό. 3. φρ., «Δεν τον χωράει ο τόπος», ο υπερβολικά ανυπόμονος ή στενοχωρημένος. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χωρώ — χωράω / χωρώ, χώρεσα βλ. πίν. 62 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
χωρῶ — χωράζω set up fut ind act 1st sg (attic epic ionic) χωρέω to be fond of dwelling in pres subj act 1st sg (attic epic doric) χωρέω to be fond of dwelling in pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χωρῷ — χωράζω set up fut opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χώρω — Χώ̱ρω , Χῶρος a definite space masc nom/voc/acc dual Χώ̱ρω , Χῶρος a definite space masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρω — χώ̱ρω , χῶρος a definite space masc nom/voc/acc dual χώ̱ρω , χῶρος a definite space masc gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Χώρῳ — Χώ̱ρῳ , Χῶρος a definite space masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χώρῳ — χώ̱ρῳ , χῶρος a definite space masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καταχωρώ — (Α καταχωρῶ, έω) νεοελλ. καταχωρίζω* αρχ. 1. υποχωρώ ως προς κάτι, παραιτούμαι από κάτι 2. παραδίδω κάτι σε κάποιον («τοὺς τόκους καταχωρεῑν... ἐς τὸ θεῑον»). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + χωρῶ (< χωρῶ < χῶρος), πρβλ. ανα χωρώ, υπο χωρώ] … Dictionary of Greek
ομόσε — ὁμόσε (Α) επίρρ. 1. στην ίδια κατεύθυνση, στον ίδιο τόπο 2. μαζί με έναν άλλο, συγχρόνως 3. κατά το ίδιο χρονικό διάστημα, την ίδια στιγμή, ταυτόχρονα 4. φρ. α) «ὁμόσε χωρῶ τινι» και «ὁμόσε βαδίζω τινί» έρχομαι σε αντίθεση, αντιτίθεμαι σε κάποιον … Dictionary of Greek