Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χτυπώ

  • 1 стучаться

    Русско-греческий словарь > стучаться

  • 2 cogner

    χτυπώ

    Dictionnaire Français-Grec > cogner

  • 3 bouchnout

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > bouchnout

  • 4 narazit

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > narazit

  • 5 postihnout

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > postihnout

  • 6 praštit

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > praštit

  • 7 seknout

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > seknout

  • 8 tlouct

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > tlouct

  • 9 udeřit

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > udeřit

  • 10 uhodit

    χτυπώ

    Česká-řecký slovník > uhodit

  • 11 swat

    χτυπώ

    English-Greek new dictionary > swat

  • 12 razić

    χτυπώ

    Słownik polsko-grecki > razić

  • 13 trafić

    χτυπώ

    Słownik polsko-grecki > trafić

  • 14 trzaskać

    χτυπώ

    Słownik polsko-grecki > trzaskać

  • 15 uderzyć

    χτυπώ

    Słownik polsko-grecki > uderzyć

  • 16 çarptırmak

    χτυπώ, με κλέβουν

    Türkçe-Yunanca Sözlük > çarptırmak

  • 17 ударить

    -рю, -ришь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. ударенный, βρ: -рен, -а, -о
    ρ.σ.
    1. χτυπώ•

    ударить кулаком по столу χτυπώ τη γροθιά πάνωστο τραπέζι•

    ударить по липу χτυπώ στο πρόσωπο•

    ударить палкой χτυπώ με τη μαγκούρα•

    ударить в грудь χτυπώ στο στήθος•

    ударить огнивом πριοβολίζω.

    || μτφ. εισδύω, μπαίνω•

    лучи солнца -ли в нашу комнату οι ακτίνες του ήλιου μπήκαν στο δωμάτιο.

    || μτφ. πλήττω•

    мне вино сразу ударитьло в голову εμένα το κρασί αμέσως με χτύπησεστο κεφάλι.

    2. κρούω•

    ударить в колокол χτυπώ την καμπάνα•

    ударить в ладоши χτυπώ τα παλαμάκια•

    ударить тревогу σημαίνω (βαρώ) συναγερμό•

    -ло четыре часа χτύπησε τέσσερις η ώρα.

    3. πυροβολώ•

    он -ил бекаса и промахнулся αυτός πυροβόλησε τη μπεκάτσα και δεν την πέτυχε.

    4. επιτίθεμαι ορμητικά και ξαφνικά•

    ударить врага со всех сторон χτυπώ αιφνιδιαστικά τον εχθρόαπ όλες τις μεριές (από παντού).

    || μτφ. αγωνίζομαι κατά τίνος•

    ударить по бюрократизму χτυπώ το γράφε ιοκρατισμό.

    || μτφ. αρχίζω δραστήρια να κάνω κάτι.
    5. (για φυσικά φαινόμενα)• επέρχομαι ξαφνικά•

    к утру -ил ливень κατά το πρωί έρριξε απότομα ραγδαία βροχή•

    -ла гроза έπεσε κεραυνός•

    -ил сильный мороз έπεσε δυνατό κρύο.

    || το ρίχνω•

    ударить по водке το ρίχνω στη βότκα (πίνω συχνά βότκα).

    6. πλήττω•

    его -ил паралич τον χτύπησε παράλυση (έπαθε παράλυση).

    || κατέχομαι, με πιάνει•

    от жары его -ил пот από τη ζέστη έτρεξε ιδρώτας.

    7. τονίζω, υπογραμμίζω.
    εκφρ.
    ударить во все колокола – διακουδουνίζω, διατυμπανίζω, διαθρυλώ, διαλαλώ•
    ударить по карману – βλάπτω, ζημιώνω οικονομικά.
    1. χτυπώ, χτυπιέμαιπροσκρούοντας. || μωλωπίζομαι.
    2. επιπίπτω•

    камень -ился в окно η πέτρα χτύπησε στο παράθυρο.

    3. παραδίδομαι-
    επιδίδομαι• το ρίχνω•

    ударить воспоминаниями παραδίδομαι στις αναμνήσεις•

    ударить в распутство το ρίχνω στον εκφυλισμό•

    ударить в спорт επιδίδομαι στον αθλητισμό.

    4. (με τις λ. «бегство», «бежать») τρέχω ολοταχώς.
    εκφρ.
    ударить об заклад – στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > ударить

  • 18 бить

    бить
    несов
    1. (избивать) χτυπῶ, κτυπώ, δέρνω, ξυλοκοπώ;
    2. (ударять) χτυπώ, κτυπῶ:
    \бить в барабан χτυπῶ τό τύμπανο; \бить в колокол χτυπῶ τήν καμπάνα; \бить хвостом χτυπῶ μέ τήν οὐρά;
    3. перен μαστιγώνω, καυτηριάζω (бичевать)/ βλάπτω, προξενῶ ζημία[ν] (наносить вред):
    \бить по карману ζημιώνω, ξεπαραδιάζω, ξετινάζω;
    4. (разбивать) σπάζω, θραύω, θρυμματίζω:
    \бить посуду σπάζω (или σπάνω) τά πιατικά;
    5. (убивать скот) σφάζω;
    6. охот. κυνηγώ, θηρεύω, χτυπῶ;
    7. (обстреливать) πυροβολώ, βάλλω:
    \бить в цель χτυπώ (είς) στό σημάδι;
    8. (о часах) χτυπώ, κτυπώ:
    часы бьют τό (ώ)ρολόγι χτυπἄ;
    9. (побеждать) νικώ:
    \бить врага νικώ τόν ἐχθρό; ◊ \бить баклуши γυρίζω ἀργόσχολος; бьющий через край πού ξεχειλίζει, ἀφθονος; источник бьет ἡ πηγή ἀναβλύζει, ξεπηδἄ; \бить тревогу, \бить в набат χτυπώ συναγερμό, σηκώνω στό ποδάρι; \бить отбо́й σαλπίζω ἀνάπαυση, σαλπίζω σιωπητήριο; меня бьет лихорадка μέ καίει ὁ πυρετός.

    Русско-новогреческий словарь > бить

  • 19 бить

    бью, бьешь, προστ.бей παθ. μτχ. παρελθ. χρ. битый, βρ: бит, -а, -о, επιρ. μτχ. παλ. бия, ρ.δ.
    1. χτυπώ, πλήττω•

    бить молотком χτυπώ με το σφυρί.

    2. (γιά φως, ήχο, μυρουδιά) προσπέφτω, προσβάλλω•

    лампа бьет в глаза η λάμπα (το φως) χτυπά στα μάτια.

    3. δέρνω•

    не бейте детей μη χτυπάτε τα παιδιά.

    4. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    бить врага χτυπώ τον εχθρό.

    5. θανατώνω, φονεύω, σκοτώνω.
    6. πυροβολώ, βάλλω, ρίχνω•

    бить из орудий βάλλω με τα πυροβόλα (το πυροβολικό).

    7. σπάζω, συντρίβω, θραύω, θρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•

    стекло σπάζω το τζάμι.

    8. κρούω, βαρώ, σημαίνω•

    бить тревогу ή набат βαρώ συναγερμό•

    бить в колокол χτυπώ την καμπάνα, καμπανίζω.

    9. ηχώ, βγάζω, παράγω ήχους•

    часы бьют полночь το ρολόι χτυπά μεσάνυχτα•

    звонок бьет третий раз το κουδούνι χτυπά τρίτη φορά.

    10. ξεπηδώ, ξεπετάγομαι, βγαίνω με ορμή•

    бить ключом αναβλύζω.

    || μτφ. κοχλάζω.
    11. ταράσσω, -ζω, προκαλώ ρίγος, τρεμούλα•

    его бьет лихорадка τον ταράζει ο πυρετός.

    12. τσοκανίζω, κόβω•

    бить монету κόβω κέρματα.

    εκφρ.
    бить карту ή ставку – (χαρτπ.) νικώ το χαρτί, κερδίζω•
    бить поклоныπαλ. κάνω μετάνοιες•
    бить наверняка – ενεργώ αλάθητα, σωστά, βαρώ στο ψητό•
    бить в глаза – κάνω μεγάλη εντύπωση•
    жизнь бьет ключом – βράζει η ζωή, οργασμός•
    - в цель – χτυπώ (βρίσκω) ακριβώς το στόχο, βαρώ στο ψητό•
    бить мимо цели – αστοχώ•
    бить в одну точку – συγκεντρώνω όλα τα πυρά σ’ ένα στόχο (σκοπό), όλα τα σφυριά βαρούν σ’ ένα μέρος•
    на что – βάζω για στόχο, βάζω στο μάτι, έχω για σκοπό•
    бить по карману – ζημιώνω, βλάπτω (οικονομικά).
    1. μάχομαι•

    биться с неприятелем μάχομαι κατά του εχθρού.

    2. αλληλοχτυπιέμαι, αλληλοδερνομαι•

    биться на кулаки γροθοκοπιέμαι.

    3. προσκρούω, χτυπώ (αμ.), χτυπιέμαι•

    птица хочет вылететь и бьется о стекло το πουλάκι θέλει να πετάξει έξω και χτυπά στο τζάμι•

    биться головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    4. χτυπιέμαι, σφαδάζω, σπαρταρώ•

    женщина билась в истерике η γυναίκα χτυπιόνταν πάνω στην υστερική κρίση.

    5. πονοκεφαλώ•

    биться над размышлениями вопроса πονοκεφαλώ να λύσω το ζήτημα.

    6. πάλλω•

    сердце бьется η καρδιά χτυπά.

    7. σπάζω, θραύομαι.
    εκφρ.
    бьётся, как рыба об лед – σπαρταρά σαν το ψάρι στον πάγο (μάταια προσπαθεί να πετύχει τι καλύτερο)•
    биться об закладπαλ. στοιχηματίζω.

    Большой русско-греческий словарь > бить

  • 20 забить

    -бью, -бьешь, προστκ. -бей, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. забитый, βρ: -бит, -а, -о; ρ.σ.μ.
    1. μπήγω, καρφώνω•

    забить сваю μπήγω πάσσαλο•

    забить гвозды χτυπώ καρφιά•

    забить клин βάζω σφήνα.

    (αθλτ.) βάζω, περνώ στο στόχο•

    гол βάζω γκολ, σημειώνω τέρμα•

    забить шар в угол περνώ μέσα τη μπίλα (στο μπιλιάρδο).

    2. κλείνω, σφαλίζω, σφραγίζω, ταπώνω, βουλώνω• εμ-φράζω, φράζω•

    забить окна досками κλείνω τα παράθυρα με σανίδες•

    забить щели паклей βουλώνω τις χαραμάδες με στουπί•

    забить проход εμφράζω τη δίοδο.

    || μπουκώνω. || γεμίζω, καργάρω•

    забить сарай γεμίζω κάργα την ξυλαποθήκη με καυσόξυλα.

    3. ξεμπερδεύω, ξεκάνω ξυλοκοπώντας.
    4. αποβλακώνω, ξεκουτιαίνω.
    5. πνίγω, εμποδίζω την ανάπτυξη•

    сорняки -ли всходы τα ζιζάνια έπνιξαν τις φύτρες.

    || ξεπερνώ, υπερτερώ•

    этот инженер всех забьет αυτός ο μηχανικός θα τους φάει όλους.

    6. σκοτώνω, φονεύω (στο κυνήγι, στον πόλεμο κ.τ.τ.).
    7. αρχίζω να χτυπώ•

    -ли барабаны άρχισαν να χτυπούν τα τύμπανα•

    забить тревогу αρχίζω να χτυπώ συναγερμό.

    || αρχίζω να τουφεκίζω. || ηχώ, χτυπώ, βγαίνω, εξέρχομαι με δύναμη. || προκαλώ τρόμο, τρεμούλα.
    εκφρ.
    забить голову кому – συσκοτίζω το μυαλό κάποιου•
    ему -ли голову метафизикой – τού ‘σχισαν το κεφάλι με τη μεταφυσική•
    забить в себе в голову – τυπώνω στο μυαλό, μου κολλά (τυπώνεται) η ιδέα.
    1. μαζεύομαι, περιορίζομαι• κρύβομαι•

    забить в угол μαζεύομαι στη γωνία.

    2. διαπερνώ, εισχωρώ, πέφτω (για χιόνι, σκόνη κ.τ.τ.)
    3. μπουκώνω, βουλώνω•

    труба -лась ο σωλήνας βούλωσε.

    || αρχίζω να χτυπώ. || χτυπώ, χτυπιέμαι•

    забить головой о стену χτυπώ το κεφάλι στον τοίχο.

    || χτυπιέμαι (σε παράφορα θλίψης). || αρχίζω να πάλλω•

    сердце -лось η καρδιά άρχισε να χτυπά.

    Большой русско-греческий словарь > забить

См. также в других словарях:

  • χτυπώ — και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος 1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια. 2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα. 3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς. 4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα. 5. κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] …   Dictionary of Greek

  • θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] …   Dictionary of Greek

  • κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] …   Dictionary of Greek

  • παραβαρώ — χτυπώ κάποιον ή κάτι πολύ δυνατά, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • παραρρετανίζομαι — χτυπώ το στήθος μου από απελπισία, δέρνομαι, χτυπιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ματσουκώνω — χτυπώ με ματσούκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθοκοπιέμαι — χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»