Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

χτυπώ

  • 101 заплеснуть

    ρ.σ.
    1. κατακλύζω, πλημμυρίζω•

    волна -ла лодку το κύμα πλημμύρησε τη βάρκα.

    2. (για κύμα) χτυπώ.
    (για κύμα) • χτυπώ.

    Большой русско-греческий словарь > заплеснуть

  • 102 звонить

    ρ.δ.
    1. χτυπώ, βαρώ, σημαίνω.
    2. διαδίδω, φημολογώ, κουτσομίτολεύω.
    3. τηλεφωνώ, Ηαλώ•

    стго τηλέφωνο, παίρνω τηλέφωνο.

    εκφρ.
    звонить во все колокола – κοινολογώ, διαλαλώ, διακυρήσσω σόλους τους τόνους.
    κουδουνίζω, χτυπώ το κουδούνι της πόρτας.

    Большой русско-греческий словарь > звонить

  • 103 кокнуть

    ρ.σ.μ. (απλ.) χτυπώ (με χαρακτηριστικό κρότο: κραπ, κλαπ.).
    σπάζω, θραυω
    χτυπώ.
    θραύομαι, σπάζω. || χτυπιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > кокнуть

  • 104 накостылять

    ρ.σ. (απλ.) ματσουκώνω, χτυπώ με το ματσούκι χτυπώ στο σβέρκο.

    Большой русско-греческий словарь > накостылять

  • 105 наподдавать

    ρ.σ. (γραμμ. στοιχεία βλ. давить)
    1. (απλ.) χτυπώ δυνατά (από κάτω προς τα πάνω)•

    наподдавать мяч χτυπώ δυνατά την ποδόσφαιρα.

    2. δυναμώνω, αυξαίνω τον ατμό στο λουτρό.

    Большой русско-греческий словарь > наподдавать

  • 106 настучать

    -чу, -чишь
    ρ.σ.
    1. βλ. настукать (1, 2 σημ.).
    2. χτυπώ θορυβώ.
    χτυπώ πολύ ή επι μακρόν.

    Большой русско-греческий словарь > настучать

  • 107 нахлестнуть

    -ну, -ншь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. нахлстнутый, βρ: -нут, -а, -о
    ρ.σ.μ.
    1. ρίχνω, πετώ (|θίηλιά, τριχιά κ.τ.τ.).
    2. τρα-1 βώ, κάνω, χτυπώ•

    нахлестнуть линию распилки доски χτυπώ γραμμή για πριόνισμα της σανίδας (με τεντωμένο σχοιν ί).

    Большой русско-греческий словарь > нахлестнуть

  • 108 отжарить

    ρ.σ.μ.
    1. αποψήνω, αποτηγαν ίζω, α-ποκαβουρδίζω• τελειώνω το ψήσιμο, το τηγάνισμα, το καβούρδισμα.
    2. μτφ. (απλ.) εκτελώ, φτιάχνω κ.τ.τ. γρήγορα, ολοταχώς•

    он -ил за час восемь километров αυτός έτρεξε για μιά ώρα οχτώ χιλιόμετρα•

    всю книгу она -ла за один день όλο το βιβλίο αυτή το διάβασε για μιά μέρα•

    он -ил трепака αυτός χόρεψε τρεπάκι.

    || μαλώνω. || χτυπώ, δέρνω•

    -кнутом μαστιγώνω, χτυπώ με το βούρδουλα.

    Большой русско-греческий словарь > отжарить

  • 109 перебить

    -бью, -бьшь, προστκ. перебей ρ, σ.μ.
    1. σκοτώνω όλους ή πολλούς.
    2. θραύω, σπάζω όλα ή πολλά.
    3. χωρίζω στα δυό συντρίβω με χτύπημα ή βολή. || θραύω, σπάζω•

    -ногу σπάζω το πόδι.

    4. διακόπτω•

    перебить собеседника διακόπτω το συνομιλητή.

    || κόβω, χαλνώ•

    перебить аппетита κόβω την όρεξη.

    5. περιαδράχνω• προλαβαίνω.
    6. ξεπερνώ, υπερνικώ καλύπτω, σκεπάζω.
    7. καρφώνω αλλού, σε άλλο μέρος•

    перебить гвоздь καρφώνω το καρφί αλλού.

    8. χτυπώ, τινάζω φουσκώνω (για πούπουλα, μαλλιά).
    9. επενδύω, ντύνω• καλύπτω εκ νέου.
    εκφρ.
    перебить ценуπαλ. χτυπώ την τιμή (πουλώ σε χαμηλότερη τιμή).
    1. θραύομαι, σπάζω•

    вся посуда -лась όλα τα πιατικά έσπασαν.

    2. τα βγάζω πέρα με δυσκολία.

    Большой русско-греческий словарь > перебить

  • 110 побарабанить

    ρ.σ. χτυπώ, κρούω πάνω σε κάτι•

    побарабанить в стекло κρούω το τζάμι σαν σε τύμπανο•

    побарабанить пальцами по столу χτυπώ τα δάχτυλα στο τραπέζι (σαν σε τύμπανο).

    Большой русско-греческий словарь > побарабанить

  • 111 побить

    -бью, -бьшь, προστκ. побей
    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ, δέρνω.
    2. καταφέρω νικηφόρα χτυπήματα•

    побить врага χτυπώ τον εχθρό.

    || νικώ στο αγώνισμα, στο παιγνίδι.
    3. θανατώνω, σκοτώνω, φονεύω. || καταστρέφω (για θεομην ίες, παγωνιές, πλημμύρες κ.τ.τ.).
    4. σπάζω, θραύω.
    5. χαλνώ, βλάπτω χτυπώντας.
    εκφρ.
    побей (меня) Бог – (απλ.) να με τιμωρήσει ο Θεός (ως όρκος).
    1. χτυπιέμαι•

    яблоки -лись τα μήλα χτυπήθηκαν.

    2. θραύομαι, σπάζω•

    посуда -лэсь τα αγγεία έσπασαν.

    3. μτφ. καταβάλλω μεγάλες προσπάθειες για να κατορθώσω κάτι.
    εκφρ.
    побить об закладπαλ. βάζω στοίχημα.

    Большой русско-греческий словарь > побить

  • 112 поддать

    ρ.σ., παρλθ. χρ. поддал
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подданный, βρ: -дан, -а, -о.
    1. αναρρίπτω, ρίχνω, πετώ προς τα πάνω. || ανατινάζω, χτυπώ προς τα πάνω• ανασηκώνω απότομα (για μέλος του σώματος).
    2. χτυπώ από τα κάτω κλωτσώ, λακτίζω.
    3. αυξάνω, ενισχύω, δυναμώνω.
    4. (σε παιγνίδια) δίνω σκόπιμα.
    εκφρ.
    поддать жару ή пару – (απλ.) παρακινώ, παροτρύνω, προτρέπω, παρορμώ ανάβω,διεγείρω.
    ενδίδω, υποκύπτω, υποχωρώ, υπείκω παραδίνομαι. || υποπίπτω•

    поддаться влиянию друзей επηρεάζομαι από τους φίλους•

    не поддаться чему-л. επιμένω σε κάτι• είμαι ανένδοτος• δεν υποκύπτω•

    его болезнь не -тся лечению η αρρώσρεια του είναι αθεράπευτη•

    не поддаться никаким угрозам δε φοβάμαι τίποτε ή κανέναν•

    поддаться на провокацию πέφτω σε προβοκάτσια.

    Большой русско-греческий словарь > поддать

  • 113 подшибить

    -бу, -бшь, παρλθ. χρ. подшиб
    -ла, -ло, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. подшибленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.μ. (απλ.)
    1. χτυπώ λίγο•

    мальчик -ил глаз το παιδάκι χτύπησε λίγο στο μάτι.

    2. χτυπώ από κάτω. || τραυματίζω, πληγώνω, λαβώνω•

    подшибить зайца τραυματίζω το λαγό.

    Большой русско-греческий словарь > подшибить

  • 114 поразить

    -ражу, -разишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. пораженный, βρ: -жен, -жена, -жено ρ.σ.μ.
    1. παλ. χτυπώ, πλήττω (με φονικό όπλο)..
    βρίσκω, πέφτω, πετυχαίνω•

    поразить цель χτυπώ το στόχο.

    2. κατανικώ, συντρίβω•

    поразить неприятеля συντρίβω τον εχθρό.

    3. προσβάλλω, θίγω, βλάπτω•

    туберкулз -ил правое лгкое η φυματί-ωσε προσέβαλε το δεξιό πνευμόνι.

    4. κατα• πλήττω, εκπλήττω, ξαφνιάζω προκαλώ το θαυμασμό. || αποσβωλώνω, κατακεραυνώνω.
    εκπλήσσομαι, καταπλήσσομαι μένω έκθαμβος, εκστατικός κλπ. ρ. ενεργ. φ.

    Большой русско-греческий словарь > поразить

  • 115 прихлопнуть

    ρ.σ.μ.
    1. χτυπώ•

    прихлопнуть рукой по столу χτυπώ το χέρι πάνω στο τραπέζι.

    || φονεύω, σκοτώνω.
    2. καταφέρω χτύπημα•

    прихлопнуть кнутом μαστιγώνω.

    3. κλείνω με κρότο•

    прихлопнуть дверь κλείνω με κρότο την πόρτα.

    4. πιάνω, μαγγώνω•

    прихлопнуть палец дверью-πιάνω το δάχτυλο με την πόρτα.

    5. απαγορεύω, κλείνω•

    цензура -ла газету η λογοκρισία έκλεισε την εφημερίδα.

    Большой русско-греческий словарь > прихлопнуть

  • 116 пришлёпнуть

    ρ.σ.
    1. συνθλίβω, χτυπώ, σκοτώνω• ξεκοιλιάζω•

    пришлёпнуть комара рукой σκοτώνω το κουνούπι με το χέρι.

    2. χτυπώ ελαφρά.
    3. (απλ.) θέτω, βάζω πατώ•

    пришлёпнуть печать πατώ σφραγίδα.

    Большой русско-греческий словарь > пришлёпнуть

  • 117 простукать

    ρ.σ.
    1. χτυπώ, κροτώ.
    2. (ιατρ.) ακροώμαι με ελαφρά χτυπήματα.
    3. κρούω, χτυπώ (για ένα χρον. διάστημα).

    Большой русско-греческий словарь > простукать

  • 118 простучать

    -чу, -чишь
    ρ.σ.
    1. βλ. простукать.
    2. χτυπώ, κροτώ (για ένα χρον. διάστημα)•

    весь день простучать молотком όλη τη μέρα χτυπώ με το σφυρί.

    Большой русско-греческий словарь > простучать

  • 119 пырнуть

    -ну, -ншь ρ.σ.μ. (απλ.) χτυπώ•

    пырнуть ножом χτυπώ με το μαχαίρι (μαχαιρώνω)•

    корова его -ла рогами τον χτύπησε η αγελάδα με τα κέρατα.

    Большой русско-греческий словарь > пырнуть

  • 120 рассадить

    -сажу, -садишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. рассаженный, βρ: -жен, -а, -о ρ.σ.μ.
    1. καθίζω, βάζω να καθίσει σε θέση•

    рассадить гостей βάζω τους προσκαλεσμένους στις θέσεις.

    2. χωρίζω, βάζω να καθίσουν χωριστά•

    рассадить поссорившихся детей βάζω να καθίσουν χωριστά τα παιδιά που μάλωσαν.

    3. φυτεύω σχηματικά. || αραιώνω, βγάζω για μεταφύτευση.
    4. σπάζω (με χτύπημα)• σχίζω•

    рассадить тарелку σπάζω το πιάτο.

    || τραυματίζω• χτυπώ δυνατά•

    рассадить голову χτυπώ δυνατά το κεφάλι.

    Большой русско-греческий словарь > рассадить

См. также в других словарях:

  • χτυπώ — και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος 1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια. 2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα. 3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς. 4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα. 5. κάνω …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» …   Dictionary of Greek

  • χτυπώ — χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] …   Dictionary of Greek

  • θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] …   Dictionary of Greek

  • κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] …   Dictionary of Greek

  • παραβαρώ — χτυπώ κάποιον ή κάτι πολύ δυνατά, υπερβολικά …   Dictionary of Greek

  • παραρρετανίζομαι — χτυπώ το στήθος μου από απελπισία, δέρνομαι, χτυπιέμαι …   Dictionary of Greek

  • ματσουκώνω — χτυπώ με ματσούκα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • στηθοκοπιέμαι — χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»