-
81 стучать
стуч||а́тьнесов χτυπώ, κτυπώ, κρούω:\стучать в дверь χτυπώ τήν πόρτα· \стучать кулаком по́ столу κτυπώ τή γροθιά στό τραπέζι· дождь \стучатьит в окно́ ἡ βροχή χτυπάει στό παράθυρο. -
82 трепать
трепатьнесов1. (приводить в беспорядок) ἀνακατώνω, ἀνακατεύω, μπερδεύω/ τραβολογώ (раздергивать):\трепать волосы ἀναμαλλιάζω, ἀνακατώνω τά μαλλιά·2. (похлопывать, поглаживать) χτυπώ φι-· λικά, χαϊδεύω:\трепать по плечу́ χτυπώ φιλικά στον ὠμο·3. (обувь, одежду и т. п.) разг χαλ(ν)ώ, παληὠνω (μετ.), φθείρω:\трепать о́бувь χαλ(ν)ώ τά παπούτσια· \трепать платье παληώνω τό φόρεμα· \трепать кни́ги φθείρω τά βιβλία·4. (языком) груб. γλωσσοκοπανώ, φλυαρώ·5. (лен, коноплю) κοπανίζω, καθαρίζω· ◊ \трепать за уши τραβῶ τ' αὐτιά· \трепать за волосы τραβώ ἀπ' τά μαλλιά· его́ треплет лихорадка τόν δέρνει ὁ πυρετός· \трепать нервы кому́-л. разг ἐκνευρίζω κάποιον \трепать чье-л. имя κακολογώ, δυσφημώ κάποιον. -
83 тузить
тузитьнесов разг χτυπώ:\тузить кулаками кого-л. γρονθοκοπώ, χτυπῶ μέ γροθιές. -
84 ударяться
ударять||ся1. (обо что-л.) τρακάρω, χτυπώ πάνω (άμετ.):\ударятьсяся о камень χτυπώ πάνω στήν πέτρα·2. (пристраститься) разг μέ πιάνει μανία· \ударятьсяся в воспоминания τό ρίχνω στίς ἀναμνήσεις· ◊ \ударятьсяся из одной крайности в другу́ю πέφτω ἀπ' τό ἕνα ἄκρο στό ἄλλο. -
85 хватить
хватитьсов1. см. хватать Ι, 3-2. (ударить) разг χτυπῶ, ἀμολῶ, κολλῶ:\хватить кулаком χτυπώ γροθιά· ◊ \хватить горя τραβώ πολλά· \хватить через край τό παρακάνω, τό παραξηλώνω, ὑπερβαίνω τά ὅρια· \хватить лишнего разг παραπίνω· его́ хвати́л удар ἐπαθε ἀποπληξία, τοῦρθε ταμπλδς· хватит! ἀρκεῖ!, φθάνει!, πάψε!· с меня хватит! βαρέθηκα πιά, φθάνει!· хватит тебе болтать πάψε νά φλυαρείς· эка хватил! τά παραλές!, τό παρακάνεις! -
86 щелкать
щелк||атьнесов1. (давать щелчки) κάνω στράκες:\щелкатьать по́ носу δίνω μιά μυτιά, χτυπώ στράκα στή μύτη· \щелкатьать по́ лбу χτυπώ στράκα στό κούτελο·2. (чем-л.) κάνω στράκες, κροταλίζω, πλαταγίζω:\щелкатьать пальцами κάνω στράκες μέ τά δάχτυλα \щелкатьать языком πλαταγίζω τή γλώσσα μου· \щелкатьать бичо́м κροταλίζω τό μαστίγιο·3. (орехи, семечки) σπάζω, τραγανίζω·4. (о птицах) τερετίζω, κελαηδώ. -
87 bat
I 1. [bæt] noun(a shaped piece of wood etc for striking the ball in cricket, baseball, table-tennis etc.) μπαστούνι (παιχνιδιών)2. verb1) (to use a bat: He bats with his left hand.) χτυπώ με μπαστούνι2) (to strike (the ball) with a bat: He batted the ball.) χτυπώ με μπαστούνι•- batsman- off one's own bat II [bæt] noun(a mouse-like animal which flies, usually at night.) νυχτερίδα- batty -
88 go to someone's head
1) ((of alcohol) to make someone slightly drunk: Champagne always goes to my head.) χτυπώ στο κεφάλι2) ((of praise, success etc) to make someone arrogant, foolish etc: Don't let success go to your head.) χτυπώ στο κεφάλι -
89 hit
[hit] 1. present participle - hitting; verb1) (to (cause or allow to) come into hard contact with: The ball hit him on the head; He hit his head on/against a low branch; The car hit a lamp-post; He hit me on the head with a bottle; He was hit by a bullet; That boxer can certainly hit hard!) χτυπώ2) (to make hard contact with (something), and force or cause it to move in some direction: The batsman hit the ball (over the wall).) χτυπώ3) (to cause to suffer: The farmers were badly hit by the lack of rain; Her husband's death hit her hard.) πλήττω4) (to find; to succeed in reaching: His second arrow hit the bull's-eye; Take the path across the fields and you'll hit the road; She used to be a famous soprano but she cannot hit the high notes now.) βρίσκω,πιάνω2. noun1) (the act of hitting: That was a good hit.) χτύπημα2) (a point scored by hitting a target etc: He scored five hits.) εύστοχο χτύπημα,επιτυχία3) (something which is popular or successful: The play/record is a hit; ( also adjective) a hit song.) επιτυχία,σουξέ•- hit-or-miss
- hit back
- hit below the belt
- hit it off
- hit on
- hit out
- make a hit with -
90 slam
[slæm] 1. past tense, past participle - slammed; verb1) (to shut with violence usually making a loud noise: The door suddenly slammed (shut); He slammed the door in my face.) χτυπώ απότομα,βαρώ2) (to strike against something violently especially with a loud noise: The car slammed into the wall.) βροντώ,χτυπώ,πέφτω με δύναμη2. noun((the noise made by) an act of closing violently and noisily: The door closed with a slam.) βροντός -
91 sound
I adjective1) (strong or in good condition: The foundations of the house are not very sound; He's 87, but he's still sound in mind and body.) γερός,υγιής2) ((of sleep) deep: She's a very sound sleeper.) βαθύς3) (full; thorough: a sound basic training.) πλήρης4) (accurate; free from mistakes: a sound piece of work.) σωστός5) (having or showing good judgement or good sense: His advice is always very sound.) φρόνιμος•- soundly- soundness
- sound asleep II 1. noun1) (the impressions transmitted to the brain by the sense of hearing: a barrage of sound; ( also adjective) sound waves.) ήχος2) (something that is, or can be, heard: The sounds were coming from the garage.) ήχος3) (the impression created in the mind by a piece of news, a description etc: I didn't like the sound of her hairstyle at all!) αυτό που ακούω,η εντύπωση που παίρνω2. verb1) (to (cause something to) make a sound: Sound the bell!; The bell sounded.) ηχώ,χτυπώ,σημαίνω2) (to signal (something) by making a sound: Sound the alarm!) χτυπώ,σημαίνω3) ((of something heard or read) to make a particular impression; to seem; to appear: Your singing sounded very good; That sounds like a train.) δίνω την εντύπωση,μοιάζω4) (to pronounce: In the word `pneumonia', the letter p is not sounded.) προφέρω5) (to examine by tapping and listening carefully: She sounded the patient's chest.) ακροάζομαι•- soundlessly
- sound effects
- soundproof 3. verb(to make (walls, a room etc) soundproof.) ηχομονώνωIII verb(to measure the depth of (water etc).) βυθομετρώ- sounding- sound out -
92 бабахнуть
-ну, -нешь, ρ.σ.1. κροτώ, κάνω μπάμ•-ул выстрел μπάμ, ακούστηκε η τουφεκιά.
2. χτυπώ, καταφέρω χτύπημα•он меня как -ул! αυτός σαν μού ‘δοσε μια, μπάμ!
πέφτω με κρότο, με γδούπο, χτυπώ δυνατά. -
93 ботать
ρ.δ.(διαλκ.) χτυπώ με το ραβδί το νερό, προγκίζω τα ψάρια. || χτυπώ, κροτώ. -
94 бухнуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. бухнул, -ла, -ло, ρ.σ.1. βροντώ, κροτώ, ηχώ•за лесом -ли орудия πέρα από το δάσος βρόντησαν τα κανόνια.
2. κρούω, χτυπώ, βαρώ•бухнуть в колокол χτυπώ την καμπάνα.
|| ρίχνω με κρότο.3. βλ. бухнуться.4. βλ. брякнуть5. φουσκώνω (από υγρασία)•доска -ет от сырости η σανίδα φουσκώνει από την υγρασία.
πέφτω, καταρρέω. -
95 ввалить
ввалю, ввалишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. вваленный, βρ: -лен, -а, -о ρ.σ.1. μ. ρίχνω, πετώ μέσα• - щебень в яму ρίχνω πέτρες στο λάκκο.2. μτφ. δέρνω, χτυπώ, τις ρίχνω, τις βρέχω•ввалить в спину χτυπώ στη ράχη.
1. πέφτω, καταπέφτω, σωροβολιάζομαι•-в яму πέφτω στο λάκκο.
2. πέφτω, γέρνω προς τα μέσα•-иеся щки βαθουλωμένα μάγουλα.
3. εισορμώ•толпа -лась в коридор το πλήθος όρμησε στο διάδρομο.
-
96 вышибить
-бу, -бешь, παρλθ. χρ. вышиб, -ла, -ло ρ.σ.μ.1. σπάζω, θραύω•вышибить дверь σπάζω την πόρτα.
|| χτυπώ.2. διώχνω βάναυσα, μέ τις σπρωξιές, σπρώχνω•вышибить пьяного из пивной, βγάζω έξω από τη μπυραρία το μεθυσμένο κακήν κακώς.
3. απολύω, αποβάλλω, διώχνω• διαγράφω (από υπηρεσία, σχολείο).εκφρ.вышибить дух – χτυπώ ώσπου να βγει η ψυχή. -
97 грохнуть
ρ.σ.πέφτω με γδούπο. || κροτώ, βροντώ, βροντοκοπώ. || χτυπώ δυνατά•грохнуть кулаком по столу χτυπώ δυνατά τη γροθιά στο τραπεζι.
|| ρίχνω με κρότο• μου πέφτει με κρότο.πέφτω με κρότο, με γδούπο. -
98 добить
-бью, -бьшь1. ρ.σ.μ. αποσκοτώνω, αποτελειώνω, φονεύω, χτυπώ ώσπου να ξεψυχήσει•-бей собаку, чтобы не мучилась αποσκό-τωσε το σκυλί, για να μη βασανίζεται.
2. κατασπάζω, καταθραύω• καταθρυμματίζω, κάνω θρύψαλα•стаканы -ли κατάσπασαν τα ποτήρια.
3. ξυλοκοπώ άγρια, κατασκοτώνω, σακατεύω χτυπώντας.4. κατανικώ, συντρίβω•добить врага κατασυντρίβω τον εχθρό.
5. χτυπώ, κουδουνίζω ως το τέλος (για ωρολόγια κλπ.). -
99 долбить
-блю, -бишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. долбленный, βρ: -лен, -лена, -лено ρ.σ.μ.1. σκάβω, βαθαίνω, εκκοιλαίνω, βαθουλώνω•-блю стену σκάβω τον τοίχο•
долбить камень κάνω λακκούβα στην πέτρα•
дятел дерево -ит ο δρυοκολάπτης τρυπά το δέντρο•
капля и камень -ит οι σταλαματιές και την πέτρα τρώνε•
улей σκαλίζω κυψέλη (από κορμό δέντρου).
2. χτυπώ διαρκώς. || χτυπώ, βάλλω συνεχώς με πυροβόλα, σφυροκοπώ.3. (απλ.) επαναλαβαίνω, κοπανώ τα ίδια και τα ίδια.4. (απλ.) αποστηθίζω, απομνημονεύω, παπαγαλίζω•он часами -ит урок αυτός ώρες ολόκληρες αποστη θ. ίζει το μάθημα.
σκάβομαι, κοιλαίνομαι κλπ. ρ.μ. -
100 дубасить
-ашу, -асишь, ρ.δ.1. μ. (απλ.) δέρνω, ξυλοφορτώνω, μαγκουρώνω, ξυλοκοπώ.2. κρούω, χτυπώ δυνατά•дубасить в дверь χτυπώ δυνατά την πόρτα..
См. также в других словарях:
χτυπώ — και χτυπάω χτύπησα, χτυπήθηκα, χτυπημένος 1. κρούω κάτι για να βγάλει ήχο: Χτυπούν παλαμάκια. 2. βαρώ, δέρνω: Τον χτύπησε στο κεφάλι με την τσάντα. 3. σκοτώνω θήραμα με κυνηγετικό όπλο: Χτύπησε δύο λαγούς. 4. βγάζω ήχο: Χτυπάει η καμπάνα. 5. κάνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χτυπώ — άω / κτυπῶ, έω, ΝΜΑ, και κτυπώ Ν 1. (αμτβ.) παταγώ, κάνω δυνατό θόρυβο, παράγω δυνατό ήχο, κροτώ (α. «όλη νύχτα χτυπούσε το παράθυρο απ τον αέρα» β. «δρῡς... μεγάλα κτυπέουσαι πῑπτον, Ομ. Ιλ.) 2. (μτβ.) κάνω κάτι να ηχήσει (α. «χτυπώ την καμπάνα» … Dictionary of Greek
χτυπώ — χτυπάω / χτυπώ, χτύπησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αιματοκοπώ — χτυπώ, μελανιάζω, αιματοκόβω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αίμα, ατος + παραγωγ. κατάλ. κοπώ*] … Dictionary of Greek
θυροδέρνω — χτυπώ τις πόρτες ζητιανεύοντας, εκλιπαρώ βοήθεια γυρίζοντας από πόρτα σε πόρτα («σαν φτωχού που θυροδέρνει, κι είναι βάρος του η ζωή», Σολωμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < θύρα + δέρνω «περιπλανώμαι με κόπους» (< δέρνω), πρβλ. βωλο δέρνω, παρα δέρνω] … Dictionary of Greek
κουντρώ — χτυπώ με το κεφάλι ή με τα κέρατα, κουτρώ*. [ΕΤΥΜΟΛ. < κουτρώ (< κούτρα) με πιθ. επίδραση τών κεντρί / κεντρώνω] … Dictionary of Greek
παραβαρώ — χτυπώ κάποιον ή κάτι πολύ δυνατά, υπερβολικά … Dictionary of Greek
παραρρετανίζομαι — χτυπώ το στήθος μου από απελπισία, δέρνομαι, χτυπιέμαι … Dictionary of Greek
ματσουκώνω — χτυπώ με ματσούκα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
στηθοκοπιέμαι — χτυπώ το στήθος μου από την απόγνωση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ράσσω — και αττ. τ. ῥάττω και ιων. τ. ῥήσσω Α 1. χτυπώ κάποιον, τόν ρίχνω κάτω βίαια χτυπώντας και σπρώχνοντας τον («ὑποσκελίσαντες καὶ ῥάξαντες εἰς τὸν βόρβορον, οὕτω διέθηκαν ἐναλλόμενοι καὶ ὑβρίζοντες», Δημοσθ.) 2. πατάσσω, τιμωρώ αυστηρά («ῥαξει ὁ… … Dictionary of Greek