Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

χρώμασι

См. также в других словарях:

  • χρώμασι — χρώ̱μασι , χρῶμα skin neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • χρώμα — Το χ. μιας φωτεινής πηγής, που γίνεται αντιληπτό από το ανθρώπινο μάτι, χαρακτηρίζεται από το μήκος κύματος της ακτινοβολίας που εκπέμπεται. Το φως, όταν αποτελείται από ακτινοβολία με ένα μόνο μήκος κύματος (μονοχρωματικό), είναι καθαρό χ.… …   Dictionary of Greek

  • вещь — ВЕЩ|Ь (1186), И с. 1.Вещь, предмет обихода; собир. имущество: иже и помалоу. имениѥ и б҃аство и ины вещи. въ ˫адра нищихъ ||=въложиша. (χρήματα) ЖФСт XII, 43 43 об.; понѥже отъ родитель даѥмыимъ въ даровъ мѣсто чадомъ. или о сътѩжаныихъ вещии… …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

  • εναλείφω — ἐναλείφω (Α) 1. αλείφω, επαλείφω, επιχρίω με κάτι («τοὺς πόδας τῶν τρυφώντων ἐναλείφειν μύροις», Αθήν.) 2. χρωματίζω μέσα σε ιχνογραφημένο σχέδιο («ἐναλείφουσι τοῑς χρώμασι τὸ ζῷον», Αριστοτ.) 3. (το ουδ. μτχ. παθ. αορ. ως ουσ.) τὸ ἐναλειφθέν η… …   Dictionary of Greek

  • επιτελεστικός — ή, ό (Α ἐπιτελεστικός, ή, όν) [επιτέλεσις] αυτός που είναι κατάλληλος ή συντελεί στην πραγματοποίηση τού ποθούμενου αρχ. 1. ενεργητικός («ὅσοι δὲ τῶν μικρῶν ὑγραῑς σαρξὶ κεχρημένοι εἰσί, καὶ χρώμασι διὰ ψυχρότητα, γίγνονται ἐπιτελεστικοί»,… …   Dictionary of Greek

  • επιφλογώδης — ἐπιφλογώδης, ες (Α) αυτός που έχει την όψη σαν φλογισμένη, που έχει φλεγμονή στην επιφάνεια τού δέρματος («ἐπιφλογώδεσιν ἐξερύθροισι χρώμασι», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < επί + φλογώδης (< φλοξ < φλέγω)] …   Dictionary of Greek

  • κατανθίζω — (Α) στολίζω με άνθη («στέμμα πομπικόν, χρώμασι παντοδαποῑς διαπρεπῶς κατηνθισμένον», Διόδ.) …   Dictionary of Greek

  • κηρογραφώ — κηρογραφῶ, έω (Α) ζωγραφίζω με κερί («τριακόσια δὲ κεκηρογραφημένα χρώμασι παντοίοις», Αθήν.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + γραφῶ (< γράφος < γράφω), πρβλ. εικονο γραφώ, καλλί γραφώ] …   Dictionary of Greek

  • σπιλώνω — σπιλῶ, όω, ΝΜΑ [σπίλος (Ι)] μτφ. κηλιδώνω, λερώνω ηθικά, ατιμάζω (α. «σπιλώνει την τιμή τής οικογένειάς της με τη συμπεριφορά της» β. «ἡ γλῶσσα... ἡ σπιλοῡσα ὅλον τὸ σῶμα», ΚΔ) αρχ. 1. προξενώ κηλίδες, λερώνω («εἶδος σπιλωθὲν χρώμασι… …   Dictionary of Greek

  • υπογράφω — ὑπογράφω ΝΜΑ [γράφω] 1. γράφω με το ίδιο μου το χέρι το όνομά μου στο τέλος κειμένου ή εγγράφου, βάζω την υπογραφή μου (α. «πρέπει να υπογράψω όλα τα έγγραφα σήμερα» β. «Κύριλλος ἐπίσκοπος Ἀλεξανδρείας ὑπέγραψα», Σύν. Εφ. γ. «ὁ δεῑνα ὑπέγραψα… …   Dictionary of Greek

  • χήτις — ήτεως, ἡ, Α (μόνο στην δοτ. χήτει και ιων. τ. χήτι) έλλειψη, ένδεια, στέρηση («ἀλλοτρίοις χρώμασι καὶ σχήμασιν χήτει οἰκείων κοσμούμενον», Πλάτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφβλ. τ. ο οποίος ανάγεται στο ρ. χατέω, εμφανίζει, όμως, μακρό (δηλ. απαθές) το φωνήεν… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»