-
1 χολόεις
-
2 χολόεις
χολόεις, εσσα, εν, von Galle, voll Galle, gallig -
3 χολόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χολόεις
-
4 χολόεντας
χολόειςof bile: masc acc pl -
5 χολόεντες
χολόειςof bile: masc nom /voc pl -
6 χολόεντι
χολόειςof bile: masc /neut dat sg -
7 χολόεντος
χολόειςof bile: masc /neut gen sg -
8 χολόεσσαν
χολόειςof bile: fem acc sg
См. также в других словарях:
χολόεις — εσσα, εν, Α ο γεμάτος χολή. [ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + κατάλ. όεις*] … Dictionary of Greek
χολόεντας — χολόεις of bile masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολόεντες — χολόεις of bile masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολόεντι — χολόεις of bile masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολόεντος — χολόεις of bile masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χολόεσσαν — χολόεις of bile fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-όεις — όεσσα, όεν (Α όεις, όεσσα, όεν) παραγωγική κατάληξη πολλών επιθέτων τής οποίας αρχική μορφή θεωρείται η εις, εσσα, εν, που σχητίστηκε από ουσ. με επίθημα Fεντ (< IE * went , πρβλ. αρχ. ινδ. και αβεστ. vant : rupa vant «όμορφος» < rupa… … Dictionary of Greek
χολή — Προϊόν της έκκρισης του ήπατος, που προορίζεται να διευκολύνει τη λειτουργία της πέψης, στο έντερο. Σχηματίζεται κατά μεγάλο μέρος στα ηπατικά κύτταρα και, διαμέσου των χοληφόρων τριχοειδών, που βρίσκονται στο ηπατικό λοβίο, περνά τους χοληφόρους … Dictionary of Greek