-
1 χλιδαίς
-
2 χλιδαῖς
-
3 χλιδή
χλῐδ-ή, ἡ,A delicacy, luxury, effeminacy,ἐπὶ πλεῖστον χλιδῆς ἀπίκετο Hdt.6.127
;ἄγαλμα τῆς ὑπερπλούτου χ. A.Pr. 466
;εὐνῆς παροψώνημα τῆς ἐμῆς χ. Id.Ag. 1447
;οἶκος ὀγκωθεὶς χλιδῇ S.Fr. 942
;τρυφή, ἁβρότης, χ. Pl.Smp. 197d
;ἐν χλιδῇ τεθράμμεθα X.Cyr.4.5.54
.3 concrete, of luxuries, fine raiment, costly ornaments, etc., E. Ion 26;μυρίων πέπλων χλιδή Id.Rh. 960
: pl.,χλιδὰς πόντος ἥρπασε Id.Hel. 424
; of personal charms,παρθένων χλιδαῖσιν εὐμόρφοις A.Supp. 1003
; καράτομοι χλιδαί luxuriant hair cut from the head, S.El.52; ζῶμα.. οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον luxuriously, richly, ib. 452; κόμας ἐμᾶς.. παρθένιον χλιδάν a maiden's pride, E.Ph. 224 (lyr.):—Mostly poet. [[pron. full] ῑ only late, Ps.-Phoc.212 (sed leg. χλιδαναῖς).] (Cf. χλοιδᾶν, ONorse glita, glitra, 'glitter', Goth. glitmunjan 'shine bright' (of clothes).) -
4 ἀσκέω
A work raw materials, εἴρια, κέρα, Il.3.388,4.110; work curiously, form by art, [κρητῆρα] Σιδόνες πολυδαίδαλοι εὖ ἤσκησαν ib. 23.743;ἑρμῖν' ἀσκήσας Od.23.198
; πτύξασα καὶ ἀσκήσασα χιτῶνα having folded and smoothed it, ib.1.439;ἅρμα.. χρυσῷ καὶ ἀργύρῳ εὖ ἤσκηται Il.10.438
; χορὸν ἤσκησεν ib.18.592;γόμφοις ἀ. Emp.87
: added in [tense] aor. part. to Verbs, [θρόνον] τεύξει ἀσκήσας
elaborately,Il.
14.240; [χρυσὸν] βοὸς κέρασιν περίχευεν ἀσκήσας Od.3.437
; [ἑανὸν] ἔξυσ' ἀσκήσασα Il.14.179
.2 of personal adornment, dress out, trick out,ἀ. τινὰ κόσμῳ Hdt.3.1
; decks herself,E.
El. 1073; :—freq. in [voice] Pass., σκιεροῖς ἠσκημένα γυίοις furnished with.., Emp.61.4;πέπλοισι Περσικοῖς ἠσκημένη A.Pers. 182
;οὐ χλιδαῖς ἠσκημένον S.El. 452
; of buildings,παστὰς ἠσκημένη στύλοισι Hdt.2.169
;Παρίῳ λίθῳ ἠσκημένα Id.3.57
: abs.,οἴκημα ἠσκημένον Id.2.130
; σῶμα λόγοις ἠσκ. tricked out with words only, not real, S.El. 1217:—[voice] Med., σῶμ' ὅπλοις ἠσκήσατο adorned his own person, E.Hel. 1379, cf.Alc. 161.3 in Pi., honour a divinity, do him reverence,δαίμον' ἀσκήσω θεραπεύων P.3.109
;ἀσκεῖται Θέμις O.8.22
.II practise, exercise, train, esp. in Prose and Com., properly of athletic exercise,1 c. acc. of person or thing,ἀ. τὸν υἱὸν τὸν ἐπιχώριον τρόπον Ar.Pl.47
;ἀ. τὰ σώματα εἰς ἰσχύν X.Cyr.2.1.20
, cf. Mem.1.2.19; :—[voice] Pass.,σώματα εὖ ἠσκημένα X.Cyr.1.6.41
; ;ἀσκεῖσθαι λέγειν Luc.Demon.4
;τὴν Κυνικὴν ἄσκησιν Id.Tox.27
;λόγοις D.C.45.2
;ἐν παιδείᾳ Id.60.2
;πρός τι D.S.2.54
.2 c. acc. of the thing practised, ἀ. τέχνην, πεντάεθλον, Hdt.3.125, 9.33;λόγους Democr.53a
, 110;μανθάνειν καὶ ἀ. τι Pl.Grg. 509e
; ἀ. παγκράτιον, στάδιον, etc., Id.Lg. 795b, Thg. 128e;ἠσκηκέναι μηδεμίαν ἄσκησιν κυριωτέραν τῆς πολεμικῆς Arist.Pol. 1271b5
: metaph., ἀ. τὴν ἀληθείην, δικαιοσύνην, Hdt.7.209, 1.96; ; , Pl. R. 407a; (lyr.), cf. S.Tr. 384; ;τὰ δίκαια Crates Theb.12
; (anap.): c. dupl. acc.,ἀ. αὑτόν τε καὶ τοὺς σὺν αὑτῷ τὰ πολεμικά X.Cyr.8.6.10
.3 c. inf., ἄσκει τοιαύτη μένειν practise, endeavour to remain such, S.El. 1024;λέγειν ἠσκηκότες Id.Fr. 963
;εὐσεβεῖν ἠσκηκότα E.Fr. 1067
; ἀ. γαστρὸς κρείττους εἶναι, τοὺς φίλους ἀγαθὰ ποιεῖν, X.Cyr.4.2.45,5.5.12, cf. Mem.2.1.6; ἤσκει ἐξομιλεῖν παντοδαποῖς he made a practice of associating.., Id.Ages.11.4.4 abs., practise, go into training, Pl.R. 389c, X.Cyr.2.1.29; those who practise gymnastics,Hp.
Acut. 9;περὶ τὰς βαναύσους τέχνας Plb.9.20.9
.
См. также в других словарях:
χλιδαῖς — χλιδή delicacy fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
καράτομος — καράτομος, ον (Α) 1. καρατομημένος, αποκεφαλισμένος 2. (για πλεξίδες μαλλιών) αυτός που έχει κοπεί από το κεφάλι («καρατόμοις χλιδαῑς» με πλοκάμους κομμένους από το κεφάλι, Σοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κάρα (1) «κεφάλι» + τομος (< τόμος < τέμνω),… … Dictionary of Greek