-
1 Χάρι
Χάριςgrace: fem voc sg -
2 χάρι
χάριςgrace: fem voc sg -
3 χαρι-εργός
χαρι-εργός, sich an Künsten od. Handwerken freuend, Beiw. der Athene, als Beschützerinn der Künstler u. Handwerker, Leon. Tar. 4 (VI, 205), also wie ἐργάνη.
-
4 χαρι-δότης
χαρι-δότης, ὁ, = Folgdm, v. l. bei Plut.
-
5 χαρι-δώτης
χαρι-δώτης, ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, H. h. 17, 2; auch des Bacchus, Plut. Ant. 24.
-
6 χαρι-δῶτις
χαρι-δῶτις, ιδος, ἡ, fem. von χαριδώτης, Freudengeberinn, Orph. H. 8, 9. 54, 9.
-
7 χαριδώτης
A joy-giver, epith. of Hermes, h.Hom.18.12, Plu.2.303d; of Dionysus, Id.Ant.24,2.613e, Jul.Caes. 308d; of Zeus, Plu.2.1048c; [dialect] Dor. [suff] χᾰρῐ-δώτας, of Dionysus, Africa Italiana 2.144 ([place name] Cyrene):—fem. [suff] χᾰρῐ-δῶτις, ιδος, Orph.H.55.9.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριδώτης
-
8 χαριδώτης
χαρι-δώτης, ὁ, u. χαρι-δότης, ὁ, der Freudengeber; Beiw. des Hermes, auch des Bacchus -
9 χαριδότης
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαριδότης
-
10 χαριδῶτις
χαρι-δῶτις, ιδος, ἡ, Freudengeberin -
11 χαριεργός
χαρι-εργός, sich an Künsten od. Handwerken freuend, Beiw. der Athene, als Beschützerin der Künstler u. Handwerker -
12 εὕδω
εὕδω, fut. εὑδήσω, impert. att. ηὗδε, Plat. Conv. 203 b, sch lasen, Hom. oft u. Folgde, γλυκὺν ὕπνον εὕδειν, süßen Schlaf schlafen, Od. 8, 445; παρά τινι, 8, 337; auch vom Todesschlaf, Il. 14, 482, wie Soph. O. C. 627. u. bes. sp. D., z. B. Antp. Sid. 75 (VII, 29;, Pind., nur im praes.; ἀφύλακτον εὑδήσουσι πᾶσαν εὐφρόνην Aesch. Ag. 328; Soph. u. A.; Her. 1, 209; Plat. a. a. O.; Xen. Cyn. 5, 11; in Prosa ist καϑεύδω gewöhnlicher. – Häufig übertr., ruhen, ὄφρ' εὕδῃσι μένος Βορέαο, bis die Wuth des Nordwindes sich legt, ruht, Il. 5, 524; παλαιὰ χάρι ς Pind. I. 6, 17; εὖτε πόντος – ἀκύμων εὕδοι Aesch. Ag. 552; συμφορά Plut. Ant. 36; οὐχ ὕπνῳ γ' εὕδοντα μ' ἐξεγείρετε, den sorglosen, Soph. O. R. 65, wie Theocr. 2, 126, ruhig, zufrieden sein; κεἰ βραδὺς εὕδει, wenn er saumselig zögert, Soph. O. C. 308; οὔποϑ' εὕδει λυπρά σο υ κηρύγματα, nimmer ruhen sie, hören sie auf, Eur. Hec. 662; Τισίαν ἐάσομεν εὕδειν, wir wollen ihn ruhen lassen, Plat. Phaedr. 267 a; εὕδοντα πόλεμον ἐπεγείρει Solon. eleg. v. 19 bei Dem. 19, 255, wie τί δάκρυον εὗδον ἐγείρεις Callim. frg. 273.
-
13 ἔαρ
ἔαρ, ἔαρος, τό, der Frühling; entstanden aus Fέσαρ, Wurzel vas; Latein. vêr, entst. aus veser, Altnotd. vâr, Kirchenslav. vesna, Sanskr. vasantas, Lit. vasara »der Sommer«, s. Curtius Grundz. d. Griech. Etym. 1 S. 43. 355. – In Att. Prosa nomin. accus. ἔαρ, genit. ἔαρος u. zusammengezogen ἦρος, dativ. ἔαρι u. zusammengezogen ἦρι. – Bei Homer findet sich das Wort in zwei sicheren Stellen; Iliad. 6, 148 ἔαρος δ' ἐπιγίγνεται ὥρη, Odyss. 19, 519 ἔαρος νέον ἱσταμένοιο; schlechte Lesart Odyss. 9, 51 ὅσα φύλλα καὶ ἄνϑεα γίγνεται ἦρος für γίγνεται ὥρῃ, s. Eustath. 1614, 35. Vgl. ἐαρινός εἰαρινός. – Mit Synizese einsylbig muß gelesen werden ἔαρ Hesiod. O. 492, zweisylbig ἔαρι O. 462; zusammengezogen accusat. ἦρ Alcman bei Athen. X, 416 d (Bergk P. L. G. ed. 2 p. 649 frgm. 72), auch Hippocrat.; häufig ἦρος, ἦρι, Pind. P. 4, 64 u. andere Lyriker, Thucyd. 4, 2, Aristoph. Nub. 1008 u. s. w.; genit. εἴαρος Alcman fragm. 21 Bergk P. L. G. ed. 2 p. 639; dat. εἴαρι Oppian. Cyn. 1, 116; – Thuc. 5, 81 καὶ πρὸς ἔαρ ἤδη ταῦτα ἦν τοῠ χειμῶνος λήγοντος; Xenoph. Hell. 4, 8, 7 ἅμα τῷ ἔαρι; Aristot. H. A. 5, 10, 1 τοῦ ἔαρος im Frühling. – Bei späteren Dichtern we jedes Erstlingserzeugniß, wie γενύων ἔαρ, das erste Barthaar, Crinag. 12 (VI, 242); von allem Zarten u. Lieblichen; ὕμνων Ep. ad. 524 (VII, 12); χαρί των Iul. Aeg. 51 (VII, 599); Scol. 23 Iac. Dah. Demad. bei Ath. III, 99 d die ἔφηβοι ἔαρ τῆς πόλεως nennt; ἔαρ ὁρᾶν, Frühling blicken, d. i. freundlich blicken, Theocr. 13, 45.
-
14 επιχαρι
-
15 χαριδοτης
-
16 χαριεργος
2 -
17 μορτός
Grammatical information: adj.Compounds: μορτοβάτιν ἀνθρωποβάτιν ναῦν H. As 2. member in Άγέ-, Κλεό-, Χαρί-μορτος (Lesbos, Syros, Lato), Bechtel Dial. 1, 123; Masson RPh. 37(1963)218ff.Page in Frisk: 2,257Greek-English etymological dictionary (Ελληνικά-Αγγλικά ετυμολογική λεξικό) > μορτός
См. также в других словарях:
Χάρι — Χάρις grace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρι — χάρις grace fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Γουόρεν, Χάρι — (Harry Warren, Μπρούκλιν 1893 – 1981). Αμερικανός συνθέτης κινηματογραφικής μουσικής και τραγουδιών. Ξεκίνησε να παίζει κρουστά σε μία τζαζ ορχήστρα και στη διάρκεια της δεκαετίας του 1920 στράφηκε στον κινηματογράφο, συνεργαζόμενος με όλα τα… … Dictionary of Greek
Ιγκλ, Χάρι — (Harry Eagle, Βαλτιμόρη 1906 – 2002). Αμερικανός βιολόγος και γιατρός. Το 1923 αποφοίτησε από τη σχολή βιολογίας του πανεπιστημίου Τζονς Χόπκινς. Το 1927 έλαβε από το ίδιο πανεπιστήμιο το πτυχίο της ιατρικής σε ηλικία μόλις 21 ετών. Παρέμεινε… … Dictionary of Greek
Κρικ, Φράνσις Χάρι Κόμπτον — (Francis Harry Compton Crick, Νορθάμπτον 1916 –). Άγγλος χημικός, ειδικευμένος στη μοριακή βιολογία. Μόλις αποφοίτησε από το πανεπιστημιακό Κολέγιο του Λονδίνου (1937), εργάστηκε στο πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ. Προσδιόρισε τη δομή του… … Dictionary of Greek
Λάνγκτον, Χάρι — (Harry Langdon, Αϊόβα 1884 – Χόλιγουντ 1944). Αμερικανός ηθοποιός και σκηνοθέτης του κινηματογράφου. Υπήρξε από τους κλασικούς κωμικούς των πρώτων χρόνων του κινηματογράφου. Στη διάρκεια της δεκαετίας του 1960 έγινε μεγάλος σταρ βλέποντας το… … Dictionary of Greek
Λιούις, Χάρι Σινκλέρ — (Harry Sinclair Lewis, Σοκ Σέντερ, Μινεσότα 1885 – Ρώμη 1951). Αμερικανός συγγραφέας. Φοίτησε στο πανεπιστήμιο του Γέιλ και στη συνέχεια εργάστηκε ως ρεπόρτερ σε διάφορες εφημερίδες. Αφού δημοσίευσε μερικά μυθιστορήματα, έγινε γνωστός στην… … Dictionary of Greek
Μάρκοβιτς, Χάρι — (Harry Markowitz, Σικάγο 1927 –). Αμερικανός οικονομολόγος. Σπούδασε οικονομικά στο πανεπιστήμιο του Σικάγο και μετά την ολοκλήρωση των μεταπτυχιακών σπουδών του εντάχθηκε στο ερευνητικό κέντρο Cowles Commission for Research in Economics, υπό την … Dictionary of Greek
Μάρτινσον, Χάρι Έντμουντ — (Harry Edmund Martinson, Γέμσεγκ 1904 – 1978). Σουηδός συγγραφέας. Ήταν γιος καπετάνιου και ο ίδιος εργάστηκε ως ναυτικός για έξι χρόνια. Έγραψε περίπου 20 νουβέλες και πολυάριθμες συλλογές με μελέτες, ποιήματα και διηγήματα. Αρχικά δημοσίευσε… … Dictionary of Greek
Μπέιτμαν, Χάρι — (Harry Bateman, Μάντσεστερ 1882 – 1963). Άγγλος μαθηματικός. Το 1917 έγινε καθηγητής του Ινστιτούτου Τεχνολογίας στην Πασαντίνα (Καλιφόρνια), και δημοσίευσε σημαντικές εργασίες πάνω στη μαθηματική φυσική (ιδιαίτερα στον ηλεκτρομαγνητισμό) και στη … Dictionary of Greek
Μπελαφόντε, Χάρι — (Harry Belafonte, Νέα Υόρκη 1927 ). Αμερικανός ηθοποιός, τραγουδιστής, παραγωγός μουσικής, το πλήρες όνομα του οποίου είναι Χάρολντ Τζορτζ Μπελαφόντε Τζ. Παρακολούθησε μαθήματα σε δραματικές σχολές, όπου γνωρίστηκε με τους Σίντνεϊ Πουατιέ και… … Dictionary of Greek