-
1 γενειάς
A beard, κυάνεαι.. γενειάδες ἀμφὶ γένειον (pl. for sg.) Od.16.176;δάσκιον γενειάδα A.Pers. 316
, cf. S.Tr.13, Theoc.2.78;πρός <σε> γενειάδος.. ἄντομαι E.Supp. 277
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > γενειάς
-
2 χαλινός
Aχαλινά A.R.4.1607
, Opp.H.1.191, Plu.2.613c, Sor.1.100, etc.:—bit, once in Hom.,ἐν δὲ χαλινοὺς γαμφηλῇς ἔβαλον Il.19.393
;χαλινὸν ἐμβαλεῖν γνάθοις E.Alc. 492
;χ. ἐξαιρεῖται X.Eq.3.2
; of the horse, χ. οὐκ ἐπίσταται φέρειν (metaph. of Cassandra) A.Ag. 1066; χ. δέχεσθαι, λαμβάνειν, X.Eq.3.2, 6.10; λαβεῖν, ἔχειν, Arist.Rh. 1393b16, 21; τὸν χ. ἐνδακεῖν champ the bit, Pl.Phdr. 254d; of the rider, δοτέον τὸν χ. one must give a horse the rein, X.Eq.10.12; ὀπίσω σπάσαι, ξυνέχειν ἀνάγκῃ, Pl.Phdr. 254e, Luc.DDeor.25.1; [χ.] εἰς ἄκρον τὸ στόμα καθιέμενος X.Eq.6.9
.—Expld. of the bit, opp. reins ([etym.] ἡνίαι), by Poll.1.148; soἡνίας τε.. καὶ χ. Pl.R. 601c
;χ. τινα χαλκεῖ ἐκδιδόντα σκευάσαι Id.Prm. 127a
;κατὰ [τὸν κυνόδοντα] ἐμβάλλεται ὁ χ. Arist. HA 576b18
, cf. A.Th. 123 (lyr.), S.OC 1067 (lyr.); but distd. fr. στόμιον by Hdt.1.215, cf. A.Th. 207 (lyr.), X.Eq.6.9, 10.9, etc.; and may be used generally for bit and bridle, Hdt.3.118, 4.64, IG12.374.176, PCair.Zen.659.11 (iii B. C.).2 metaph., of anything which curbs, restrains, or compels, Ἀργοῦς χ., of an anchor, Pi.P.4.25; χ. λινόδετοι, = χαλινωτήρια, E.IT 1043; παρθενίας χ. λύειν, of the virgin zone, Pi.I.8(7).48; χαλινοῖς ἐν πετρίνοισιν, of Prometheus' bonds, A.Pr. 562 (anap.); Διὸς χ., of the will of Zeus, ib. 672; χαλινῶν ἀναύδῳ μένει, of forcible constraint, Id.Ag. 238 (lyr.); πολλῶν χαλινῶν ἔργον οἰάκων θ' ἅμα, i.e. it requires much skill and force to guide, S.Fr. 869; τῷ δήμῳ χ. ἐμβαλεῖν ὕβρεως a bridle to curb their violence, Plu.Comp.Per.Fab.1, cf. Luc.Herm.82;τῆς γλώττης τὰ χ. Plu.2.613c
;ἐπέστω τῷ στόματι χ. Lib.Ep.315.4
;χ. οὐδεὶς ὀμμάτων Philostr. VA6.11
.II generally, strap, thong, E.Cyc. 461 (dual).III part of the tackle of a ship, IG22.1610.11,14.IV corner of the horse's mouth, where the bit rests, Poll.2.90 (pl.); of the human mouth, Nic.Al. 117, 223, PUniv.Giss.44.7, (ii/i B. C.), Heliod. ap.Orib 48.31.4, Sor.1.100, PSI9.1016.25 (ii B. C.), Aret.SA1.9, Cael.Aur.TP1.4, Aët.8.27; but, = ἡ σύνδεσις τῶν γνάθων, Ruf.Onom. 53, cf. Aët.8.40.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλινός
-
3 ἀργινόεις
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἀργινόεις
-
4 ἐπιχρῴζω
A = ἐπιχρώννυμι, tinge, Arist.Col. 791a9 ;λίτρῳ χαλινά Nic.Al. 337
:—[voice] Pass., D.S.2.52.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιχρῴζω
См. также в других словарях:
χαλινός — ο, ΝΜΑ, και ετερκλ. τ. πληθ. χαλινά, τα, ΝΑ, και αιολ. τ. χάλιννος Α 1. τμήμα τής ιπποσκευής τοποθετούμενο στο κεφάλι τού αλόγου ή άλλου υποζυγίου, το οποίο αποτελείται από τις στομίδες, δηλαδή το υποστόμιο τής παραχαλινίδας και την στομίδα… … Dictionary of Greek
PERSIA — quae Persis Ptol. Plin. l. 6. c. 25. et Melae, l. 1. c. 2. Farstan, et Farsistan incolis, teste Castaldô, Provincia Asiae notissima atque clarissima, inter Susianam ad occasum, et Carmaniam ad ortum; atque inter Parthiam ad Boream et sinum… … Hofmann J. Lexicon universale
πρυμναίος — α, ο / πρυμναῑος, αία, ον, ΝΜΑ αυτός που βρίσκεται στην πρύμνη, πρυμιός (α. «πρυμναίο πυροβολείο» β. «πρυμναῑα χαλινὰ οἰήκων», Οππ. Αλ.) νεοελλ. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πρυμναία όλα τα εξαρτήματα ή τα σκεύη τού πλοίου που βρίσκονται προς το… … Dictionary of Greek
πειθήνιος — α, ο 1. για άλογο, αυτό που υπακούει στα χαλινά (ηνία), που χαλιναγωγείται εύκολα. 2. για ανθρώπους, αυτός που εκτελεί τυφλά τις εντολές άλλου: Έγινε πειθήνιο όργανο του προϊσταμένου του … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)