Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

χαιρήσω

См. также в других словарях:

  • χαιρήσω — χαίρω rejoice fut ind act 1st sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιχαιρεσίκακος — ἐπιχαιρεσίκακος, ον (Α) βλ. επιχαιρέκακος. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιχαίρω + κακός. Σύνθ. τού τ. τερψίμβροτος. Η μετατροπή τού η τού αοριστ. θ. χαιρησ τού ρ. χαίρω (πρβλ. μέλλ. χαιρήσω, αόρ. εχαίρησα) σε ε οφείλεται μάλλον σε αναλογία προς το χαιρέκακος) …   Dictionary of Greek

  • χαίρω — ΝΜΑ, και μέσ. χαίρομαι Ν 1. αισθάνομαι χαρά, είμαι χαρούμενος (α. «χαίρω πολύ» β. «οὐ χαίρει ἐπὶ τῇ ἀδικίᾳ, συγχαίρει δὲ τῇ ἀληθείᾳ», ΚΔ γ. «χαίρω δὲ καὶ αὐτὸς θυμῷ, ἐπεὶ δοκέω νικησέμεν Ἕκτορα δῑον», Ομ. Ιλ.) 2. (η προστ. β προσ. ενεστ.) χαίρε,… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»