-
1 χάρη
χάρη η1) благодать:Θεία χάρη / χάρις — Божественная благодать:
οι Απόστολοι δέχτηκαν τη Θεία χάρη — Апостолы получили Божественную благодать;
Η χάρις του Κυρίου ημών Ιησού Χριστού, και η αγάπη του Θεού και Πατρός και η κοινωνία του αγίου Πνεύματος, είη μετά πάντων υμών (Θεία Λειτουργία) — Благодать Господа нашего Иисуса Христа, и любы Бога и Отца, и причастие Святаго Духа, буди со всеми вами (Божественная Литургия);
2) признательность благодарностьЭтим.< дргр. χάρις, -ιτος «благодеяние, радость» -
2 χαρή
χαίρωrejoice: aor subj pass 3rd sgχαίρωrejoice: fut ind mid 2nd sgχαράjoy: fem dat sg (epic ionic) -
3 χαρῇ
χαίρωrejoice: aor subj pass 3rd sgχαίρωrejoice: fut ind mid 2nd sgχαράjoy: fem dat sg (epic ionic) -
4 χάρη
η1) прелесть; грация, изящество; миловидность; 2) услуга, любезность, одолжение;κάνε μου τη χάρη — окажи мне любезность, будь любезен, будь добр;
3) благодарность, признательность;έχω χάρη — благодарю;
θα σού χρωστώ μεγάλη χάρη γιά... — я тебе буду очень признателен за...;
να 'χεις χάρη τού πατέρα σου — благодари своего отца;
4) юр. помилование;δίνω χάρη — или απονέμω χάριν — помиловать;
5) небольшой припуск (в шитье);αφήνω μιά χάρη στην άκρη τού μανικιού — отпустить немного рукав;
§ γιά χάρη σου — или προς χάριν σου — ради (или для) тебя, в угоду тебе;
εχε χάρ, πού... — твоё счастье, что...;
η χάρη θέλει αντίχαρη — погов, долг платежом красен
-
5 χάρη
χαρείη, χάρη: see χαίρω.A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό) > χάρη
-
6 χαρή
χαράjoy: fem nom /voc sg (epic ionic) -
7 χάρη
χαίρωrejoice: aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) -
8 χάρη
[хари] ουσ. Θ. прелесть, очарование, грация, услуга, милость.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > χάρη
-
9 χάρη
[хари] ουσ θ прелесть, очарование, грация, услуга, милость. -
10 χάρη
la merc'e -
11 χάρη
zerafet, cazibe -
12 χάρη
charme -
13 χάρη
1) favour2) pardonΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > χάρη
-
14 μνησι-χάρη
μνησι-χάρη, ἡ, Frohsinn, = ἡδονή, Hesych.
-
15 Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει
Μικρό το δώρο, αλλά με αγάπη– Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει• Не дорог подарок, дорога любовьИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Δώρο και μικρό μεγάλη χάρη έχει
-
16 Η χάρη θέλει αντίχαρη
• Долг платежом красенИсточник: Собрание пословиц на greek-language.ru, 2012——————• Долг платежом красенИсточник: Кокурина Т.В. «Греческие пословицы и поговорки и их аналоги в русском языке», М., ЛКИ, 2008Ελληνικές παροιμίες και ρήσεις (Греческие пословицы и поговорки) > Η χάρη θέλει αντίχαρη
-
17 alımlılık
χάρη, γοητεία -
18 ihsan
χάρη, δώρο, δωρεάΐ -
19 lütüf
χάρη, μεγαθυμία, καλοσύνη -
20 благодаря
благодаря χάρη σε, ένεκα, εξαιτίας \благодаря вашей помощи χάρη στη βοήθεια σας' \благодаря тому, что... χάρη στο ότι...* * *χάρη σε, ένεκα, εξαιτίαςблагодаря́ ва́шей по́мощи — χάρη στη βοήθεια σας
благодаря́ тому́, что... — χάρη στο ότι...
См. также в других словарях:
χάρη — Η με διάταγμα του Προέδρου της Δημοκρατίας μη εκτέλεση ή ελάττωση ποινής που επιβλήθηκε με αμετάκλητη καταδικαστική απόφαση. Θεωρείται ιδιότυπος θεσμός και είναι προνόμιο του αρχηγού του κράτους, ο οποίος επεμβαίνει με αυτό τον τρόπο στον τομέα… … Dictionary of Greek
χάρη — η 1. καθετί που προξενεί χαρά, αξιαγάπητη ιδιότητα προσώπου ή πράγματος, συμπεριφορά απλή και ωραία. 2. προσόν, αρετή, κάθε καλή ιδιότητα: Αυτό το διαμέρισμα έχει πολλές χάρες. 3. ευγνωμοσύνη για καλό που μας έκανε κάποιος: Του χρωστώ μεγάλη χάρη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
χαρῇ — χαίρω rejoice aor subj pass 3rd sg χαίρω rejoice fut ind mid 2nd sg χαρά joy fem dat sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χαρή — χαρά joy fem nom/voc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χάρη — χαίρω rejoice aor ind pass 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λόγου χάρη — επίρρ. τροπ., για παράδειγμα, ως παράδειγμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Μουσείο, Νομισματικό Αθηνών — Χάρη στη συλλογή του από 600.000 νομίσματα, θεωρείται ένα από τα πέντε σπουδαιότερα μουσεία του είδους του στον κόσμο. Ένα μέρος αυτής της πλούσιας συλλογής, μετά από πολύχρονη προετοιμασία, στεγάζεται από τις αρχές του 1999 σε ένα από τα… … Dictionary of Greek
Ιαπωνία — Επίσημη ονομασία: Αυτοκρατορία της Ιαπωνίας Έκταση: 377.835 τ. χλμ. Πληθυσμός: 126.771.662 (2001) Πρωτεύουσα: Τόκιο (8.130.408 κάτ. το 2000)Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Ασίας, χωρίς σύνορα στην ξηρά με άλλη χώρα. Βρέχεται στα Β από την… … Dictionary of Greek
Ινδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ινδίας Έκταση: 3.287.590 τ. χλμ. Πληθυσμός: 1.029.991.145 (2001) Πρωτεύουσα: Νέο Δελχί (12.791.458 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει Α με το Μπαγκλαντές και τη Μυανμάρ (Βιρμανία), Β με την Κίνα και… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Ιταλία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιταλίας Έκταση: 301.230 τ. χλμ. Πληθυσμός: 56.305.568 (2001) Πρωτεύουσα: Ρώμη (2.459.776 κάτ. το 2001)Κράτος της νότιας Ευρώπης. Συνορεύει στα ΒΔ με τη Γαλλία, στα Β με την Ελβετία και την Αυστρία, στα ΒΑ με τη… … Dictionary of Greek