Перевод: со всех языков на английский

с английского на все языки

χάλαζ-α

См. также в других словарях:

  • χάλαζ' — χάλαζα , χάλαζα hail fem nom/voc sg χάλαζαι , χάλαζα hail fem nom/voc pl χάλαζε , χαλάω Aër. pres imperat act 2nd sg χάλαζε , χαλάω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… …   Dictionary of Greek

  • θυελλήεις — θυελλήεις, εσσα, εν (Α) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + κατάλ. –ήεις (πρβλ. αυγ ήεις, χαλαζ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] …   Dictionary of Greek

  • κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] …   Dictionary of Greek

  • οστρακίας — ὀστρακίας, ὁ (Α) είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ίας (πρβλ. χαλαζ ίας)] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»