-
1 χάλαζ'
χάλαζα, χάλαζαhail: fem nom /voc sgχάλαζαι, χάλαζαhail: fem nom /voc plχάλαζε, χαλάωAër.pres imperat act 2nd sgχάλαζε, χαλάωAër.imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) -
2 χαλαζήεις
A like hail, φόνος χ. blood thick as hail (cf.χάλαζα 1
fin.), Pi.I.5(4).50;συρμός AP6.221
(Leon.);ὀϊστοί Nonn.D.18.232
.II σκορπίος χ. a scorpion whose sting causes an icy chill, Nic.Th.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζήεις
-
3 χάλαζα
A hail (cf. Pl.Ti. 59e, Arist.Mu. 394b1),ὄμβρον.. ἠὲ χάλαζαν ἢ νιφετόν Il.10.6
, cf. 15.170, Apoc.8.7, etc.: pl., X. Oec.5.18, Pl.Smp. 188b, R. 397a;χ. στρογγύλαι
hailstones,Ar.
Nu. 1127(troch.);ἀπὸ τῶν χαλαζῶν.. ἄπαγε σεαυτόν Id.Ra. 852
: metaph., any pelting shower,ὀμβρία χ. S.OC 1503
;χ. αἵματος Pi.I.7(6).27
.II any small knot like a hailstone,2 small cyst, such as grows on the eyelid, Gal. 19.437, Poll.4.198, etc. -
4 χαλαζάω
A hail, Luc.Bis Acc.2: metaph., fall thick as hail, Com.Adesp.314.II (χάλαζα 11.1
) to have pimples or tubercles, Ar.Eq. 381; χαλαζῶσαι [ὕες] Arist.HA 603b21.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζάω
-
5 χαλαζαῖος
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζαῖος
-
6 χαλαζεπής
χαλαζ-επής, ές,A hurling abuse as thick as hail, τάφος, of Hipponax, AP7.405 (Phil.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζεπής
-
7 χαλαζίας
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζίας
-
8 χαλαζιάω
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζιάω
-
9 χαλάζιον
II pl., of trichinosis, in pigs, Archig. ap. Aët.13.120.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλάζιον
-
10 χαλάζιος
χαλάζ-ιος, ον,II epith. of Zeus, god of hail, at Cyzicus, JHS24.21; of Apollo at Thebes, Procl. ap. Phot.Bibl.p.321 B.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλάζιος
-
11 χαλαζώδης
χᾰλαζ-ώδης, ες,b granular, σπερματα Arist.HA 582a30, cf. Ruf.Anat.57; containing granules, of urinary sediment, Hp.Coac. 569; of sputum, Aret.SD1.12.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζώδης
-
12 χαλάζωσις
A pimpliness, Gal.14.770.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλάζωσις
-
13 ἐπιρράσσω
A dash to, shut violently, slam to, θύρην δ'ἔχε.. ἐπιβλὴς.., τὸν τρεῖς μὲν ἐπιρρήσσεσκον Ἀχαιοί, τρεῖς δ' ἀναοίγεσκον Il.24.454
, cf. 456; πύλας ἐπιρράξασ' ἔσω (with v.l. ἐπιρρήξασ') S.OT 1244; τὸ πῶμα prob. in Plu.2.356c; λίθον (at the door of a cave) Id.Phil.19:—[voice] Pass., to be dashed to, of gates, D.H.8.18.2. dash against, ἐ. αὐτοῖς τὴν ἵππον throw the cavalry upon them, Id.3.25;ἴχνος κολώναις Nonn.D.11.195
; strike, πέδον ὁπλῇ ib.41.189.II. intr., beat upon one, of a storm, μή τις Διὸς κεραυνὸς ἤ τις ὀμβρία χάλαζ' ἐπιρράξασα; S.OC 1503; of winds, Arat.292, Opp. H.1.634, App.BC2.59, Ph.1.507; ἐ. τισί attack them, D.S.15.84, cf. D.H.8.67, Ph.2.173, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ἐπιρράσσω
См. также в других словарях:
χάλαζ' — χάλαζα , χάλαζα hail fem nom/voc sg χάλαζαι , χάλαζα hail fem nom/voc pl χάλαζε , χαλάω Aër. pres imperat act 2nd sg χάλαζε , χαλάω Aër. imperf ind act 3rd sg (homeric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιρράσσω — ἐπιρράσσω (Α) [ράσσω] 1. χτυπώ βίαια, κλείνω με ορμή («πύλας δ’, ὅπως εἰσῆλθ’, ἐπιρράξασ’ ἔσω», Σοφ.) 2. προσαρμόζω, κλείνω («κομίσαντες αὐτὸν εἰς τὸν καλούμενον θησαυρόν... κατέθεντο καὶ τὸν λίθον ἐπιρράξαντες», Πλούτ.) 3. (αμτβ.) πέφτω με ορμή… … Dictionary of Greek
θυελλήεις — θυελλήεις, εσσα, εν (Α) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + κατάλ. –ήεις (πρβλ. αυγ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
κοπρίας — κοπρίας, ου, ὁ (Α) 1. αυτός που είναι από κοπριά, αυτός που αρέσκεται να ζει σε κοπριά 2. συν. στον πληθ. (για γελωτοποιούς) οἱ κοπρίαι βρομεροί, αισχροί άνθρωποι, κοπρίτες. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόπρος (Ι) + κατάλ. ίας (πρβλ. εγκληματ ίας, χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek
κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
οστρακίας — ὀστρακίας, ὁ (Α) είδος λίθου που μοιάζει με τον αχάτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὄστρακον + κατάλ. ίας (πρβλ. χαλαζ ίας)] … Dictionary of Greek