-
1 χαλαζήεις
A like hail, φόνος χ. blood thick as hail (cf.χάλαζα 1
fin.), Pi.I.5(4).50;συρμός AP6.221
(Leon.);ὀϊστοί Nonn.D.18.232
.II σκορπίος χ. a scorpion whose sting causes an icy chill, Nic.Th.13.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > χαλαζήεις
См. также в других словарях:
θυελλήεις — θυελλήεις, εσσα, εν (Α) [θύελλα] όμοιος με θύελλα, θυελλώδης, τρικυμιώδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύελλα + κατάλ. –ήεις (πρβλ. αυγ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek
κορσήεις — κορσήεις, εσσα, εν (Α) βλ. κορσοειδής. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόρση + κατάλ. ήεις (πρβλ. ολβ ήεις, χαλαζ ήεις)] … Dictionary of Greek