-
41 νυκτο-ειδής
νυκτο-ειδής, ές, nachtartig, schwarz, Sp., καὶ ἡμεροειδὲς φάντασμα, Erkl. von χρόνος, S. Emp. adv. phys. 2, 181. Vgl. νυκτεροειδής.
-
42 ἔν-υπνος
-
43 ἔμ-φασις
ἔμ-φασις, ἡ, 1) das sich auf etwas Zeigen, z. B. Abspiegelung; Arist. mund. 4 vom Regenbogen, φάντασμα κατ' ἔμφασιν, ἔμφασις ἡλίο υ ἐν νέφει νοτερῷ; vom Spiegelbilde im Wasser, Probl. 23, 9 u. öfter Theophr.; λόγοι ἀμυδρὰς ἐμφάσεις τῆς ἀληϑείας ἔχοντες, ein schwaches Abbild, Plut. Is. et Os. 9; dah. Schein, οὔτε ψῠχος οὔϑ' ὅλως χειμῶνος ἔμφ. D. Sic. 1, 38; ἔμφασιν ἔχειν ὡς, den Schein haben, als ob, 11, 89; κατὰ τὴν ἔμφασιν, dem Anschein nach, Pol. 37, 2; ἔμφασιν ποιεῖν, ὡς, den Schein annehmen, 5, 110, 6. – 2) Andeutung, Verdeutlichung; ἡ καϑολικὴ ἔμφ., entgegengesetzt dem κατὰ μέρος λόγος, Pol. 6, 5, 3; τ οῠ πράγματος λαβεῖν, verstehen, 24, 5, 10 u. öfter; ἐμφ. ποιεῖν 26, 10, 5; vgl. Plut. Aler. 1. – 3) Bei den Rhetoren = Nachdruck der Rede, bes. Kraft eines Ausdruckes, der mehr bedeutet, als er auszusprechen scheint, Schol.
-
44 ημεροειδης
-
45 θεωρημα
- ατος τό1) зрелище, вид(λόγοι καὴ θεωρήματα Dem.)
2) представление3) видение, образ(θ. καὴ φάντασμα Arst.)
4) воззрение, взгляд, умозрение(περὴ ἀστρολογίαν, περὴ ψυχῆς Arst.)
5) положение, принцип, правило(περὴ τὰς παρεμβολάς Polyb.)
6) положение, теорема(μαθηματικὰ θεωρήματα Arst.)
7) область науки или искусства(πάντα τὰ θεωρήματα Polyb.)
-
46 νυκτερησιος
-
47 νυκτοειδης
-
48 дух
духм1. филос. τό πνεύμα·2. (характерные свойства, сущи́ость) τό πνεύμα:в марксистском \духе στό πνεόμα τοῦ μαρξισμού, σύμφωνα μέ τό πνεῦμα τοῦ μαρ-ξισμοῦ· в \духе времени στό πνεῦμα τής ἐποχής·3. (моральное состояние) τό ήθικό[ν]. τό θάρρος, τό κουράγιο:боевой \дух τό μαχητικό ήθικό, τό πολεμικό πνεῦ-μα· сила \духа ἡ ήθική δύναμη· расположение \духа ἡ διάθεση· присутствие \духа ἡ ἐτοιμότητα τοῦ πνεύματος· падать \духом χάνω τό θάρρος μου· не падай \духом! μή χάνεις τό κουράγιο σου!· собраться с \духом ἀποφασίζω, ἀποτολμὤ воспрянуть \духом συνέρχομαι, ξαναπαίρνω θάρρος· поднимать \дух ἀνεβάζω τό ήθικό, ἐμπνέω θάρρος, ἐνθαρρύνω· упавший \духом ἀποθαρρυμένος, μέ πεσμένο τό ἡθι-κό·4. (дыхание) разг ἡ (ἀνα)πνοή, ἡ ἀνάσα:переводить \дух παίρνω ἀνἀσα, ξεκουράζομαι· у меня \дух захватывает μοῦ κόβεται ἡ ἀνάσα·5. (запах) разг ἡ μυρωδιά, ἡ ὀσμή:тяжелый \дух ἡ βαρείά ὀσμή, ἡ βαρειά μυρωδιά·6. (призрак) τό φάσμα, τό φάντασμα, τό πνεύμα:добрый \дух τό ἀγαθό πνεῦμα· злой \дух τό πονηρό πνεύμα· ◊ \дух противоречия τό πνεῦμα τής ἀντιλογίας· единым \духом ἀπνευστί, μονοκοπανιά· во весь \дух ὁλοταχώς· испустить \дух ξεψυχώ, ἐκπνέω· быть в \духе εἶμαι στά κέφια μου· быть не в \духе δέν ἔχω κέφια, δέν εἶμαι στά κέφια μου· в этом \духе σ' αὐτό τό πνεύμα· у него хватило \духа βρήκε τό θάρρος νά...· не хватило \духу δέν είχε τό κουράγιο, δέν τόλμησε· ни слуху ни \духу ὁὔτε φωνή ὁϋτε ἀκρόαση. -
49 наваждение
наваждениес τό φάντασμα, ἡ ὁπτασία -
50 привидение
привидениес τό φάντασμα, ὁ βρυκό-λακας. -
51 призрак
призракм τό δράμα / τό φάντασμα, τό φάσμα (привидение):\призрак счастья τό δράμα τής εὐτυχίας. -
52 фантом
фантомм τό φάντασμα -
53 φανταγμός
ο1) фантазия, продукт воображения; 2) см. φάντασμα -
54 ჶანტაზმა
ნივთნი მხოლოდ გრძნობისაგან წარმოებულნი (მუნვე), привидение, призрак, мечта, φάντασμα.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ჶანტაზმა
-
55 phantasma
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > phantasma
-
56 ფანტაზმა
ნივთნი მხოლოდ გრძნობისაგან წარმოებულნი (მუნვე), привидение, призрак, мечта, φάντασμα.Грузинский толковый словарь с русскими комментариями > ფანტაზმა
-
57 5326
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 5326
-
58 ghost
[ɡəust](a spirit, usually of a dead person: Do you believe in ghosts?; Hamlet thought he saw his father's ghost.) φάντασμα- ghostly- give up the ghost -
59 ghostly
adjective (of or like a ghost or ghosts: a ghostly figure.) σαν φάντασμα -
60 phantom
(a ghost: The castle is said to be haunted by a phantom.) φάντασμα
См. также в других словарях:
φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek