-
1 φάντασμα
φάντασμα, τό, Erscheinung, Gespenst; ἐνυπνίων φαντασμάτων ὄψεις Aesch. Spt. 692; νύκτερα frg. 293; Eur. Hec. 54; bei Plat. von εἰκών unterschieden, Soph. 236 c; τὰ ἐν τοῖς ὕδασι φαντάσματα Rep. VI, 510 a; Ggstz τὰ ὄντα X, 599 a. – Vorstellung, Soph. 232 a; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung.
-
2 φάντασμα
φάντασμα, τό, Erscheinung, Gespenst; Vorstellung; bei den Stoikern bes. das Bild einer nichtigen, leeren Vorstellung -
3 ἐμ-φάντασμα
ἐμ-φάντασμα, τό, das darin Vorgestellte, Eust.
-
4 phantasma
-
5 φαντασμός
-
6 φαντασμάτιον
φαντασμάτιον, τό, dim. von φάντασμα, Plut. Amator. 20.
-
7 νυκτερήσιος
νυκτερήσιος, nächtlich; χρησμός, Luc. Alex. 53 (wo Jacobs νυκτηρείσιος aufgenommen); φάντασμα, S. Emp. adv. phys. 2, 188; s. νυκτοειδής.
-
8 νυκτο-ειδής
νυκτο-ειδής, ές, nachtartig, schwarz, Sp., καὶ ἡμεροειδὲς φάντασμα, Erkl. von χρόνος, S. Emp. adv. phys. 2, 181. Vgl. νυκτεροειδής.
-
9 ἔν-υπνος
-
10 ἔμ-φασις
ἔμ-φασις, ἡ, 1) das sich auf etwas Zeigen, z. B. Abspiegelung; Arist. mund. 4 vom Regenbogen, φάντασμα κατ' ἔμφασιν, ἔμφασις ἡλίο υ ἐν νέφει νοτερῷ; vom Spiegelbilde im Wasser, Probl. 23, 9 u. öfter Theophr.; λόγοι ἀμυδρὰς ἐμφάσεις τῆς ἀληϑείας ἔχοντες, ein schwaches Abbild, Plut. Is. et Os. 9; dah. Schein, οὔτε ψῠχος οὔϑ' ὅλως χειμῶνος ἔμφ. D. Sic. 1, 38; ἔμφασιν ἔχειν ὡς, den Schein haben, als ob, 11, 89; κατὰ τὴν ἔμφασιν, dem Anschein nach, Pol. 37, 2; ἔμφασιν ποιεῖν, ὡς, den Schein annehmen, 5, 110, 6. – 2) Andeutung, Verdeutlichung; ἡ καϑολικὴ ἔμφ., entgegengesetzt dem κατὰ μέρος λόγος, Pol. 6, 5, 3; τ οῠ πράγματος λαβεῖν, verstehen, 24, 5, 10 u. öfter; ἐμφ. ποιεῖν 26, 10, 5; vgl. Plut. Aler. 1. – 3) Bei den Rhetoren = Nachdruck der Rede, bes. Kraft eines Ausdruckes, der mehr bedeutet, als er auszusprechen scheint, Schol.
-
11 phantasma
Ausführliches Lateinisch-deutsches Handwörterbuch > phantasma
-
12 ἐμφάντασμα
ἐμ-φάντασμα, τό, das darin Vorgestellte
См. также в других словарях:
φάντασμα — apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φάντασμα — Λέξη που προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό ρήμα φαίνομαι, γι’ αυτό και κατά τους αρχαίους χρόνους είχε την έννοια του οράματος ή της εικόνας. Στα νεότερα χρόνια σημαίνει την εμφάνιση νεκρών στους ζωντανούς, κατά τις λαϊκές δοξασίες. Σύμφωνα με… … Dictionary of Greek
φάντασμα — το, ατος 1. ό,τι υπάρχει μόνο στη φαντασία και όχι στην πραγματικότητα, άυλο και υπερφυσικό ον. 2. εμφάνιση πεθαμένου με ορατή ή αισθητή μορφή, είδωλο, στοιχειό, σκιά, σκιάχτρο: Το βράδυ στο δάσος βγαίνουν φαντάσματα. 3. μτφ., άνθρωπος πολύ… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φάντασμ' — φάντασμα , φάντασμα apparition neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντασμάτων — φάντασμα apparition neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασι — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσμασιν — φάντασμα apparition neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματα — φάντασμα apparition neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματι — φάντασμα apparition neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φαντάσματος — φάντασμα apparition neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σκιά — Σκοτεινή ή μειωμένης φωτεινότητας περιοχή, που διαγράφεται πάνω σε μια επιφάνεια ανοιχτού χρώματος από την παρεμβολή ενός αδιαφανούς σώματος ανάμεσα στην επιφάνεια αυτή και σε μια φωτεινή πηγή. Η σκιά αυτή είναι σαφής στις διαστάσεις της, μόνο… … Dictionary of Greek